Τι μας αρέσει

«Waste/d Pavilion, Episode 1» στο State of Concept, της Αλεξάνδρας Κοροξενίδη

Μία έκθεση και μία σύγχρονη επιμελητική προσέγγιση γύρω από την εργασία

Το πολιτικό με την ευρεία έννοια, οι δομές που διαμορφώνουν την κοινωνικό-οικονομική πραγματικότητα και η διάθεση για μία ορατότητα κρυμμένων ή μη θεσμικών όψεων της ζωής και της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι το πεδίο γύρω στο οποίο κινείται η ενότητα των εκθέσεων με τον τίτλο «Waste/d» που έχει αναλάβει η ομάδα της Προσωρινής Ακαδημίας Τεχνών (η ιδρύτρια του Eλπίδα Καραμπά, ο Βαγγέλης Βλάχος, η Δέσποινα Ζευκιλή και η Γιώτα Οικονομίδου) ως μέρος του ομώνυμου ερευνητικού εγχειρήματος και στο πλαίσιο της νέας συνεργασίας της με τον μη-κερδοσκοπικό χώρο State of Concept Athens. Ειδικότερα, οι πολλαπλές σημασίες του «waste/d» ως απόβλητου, αποκείμενου, περιττού, πλεονάζοντος ως κοινωνικό φαινόμενο και ως σύγχρονο υποκείμενο (ο άνθρωπος που τίθεται στο περιθώριο, που προσδιορίζεται σε σχέση με το αντίθετό του) αποτελούν το γενικότερο πλαίσιο γύρω από το οποίο οργανώνονται τρεις διαφορετικές, διαδοχικές εκθέσεις/αφηγήσεις.

H έκθεση εντάσσεται στις δράσεις του «Waste/d Pavilion» που προέκυψε με την ένταξη του ερευνητικού προγράμματος Waste/d στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα European Pavillion κατόπιν πρόσκληση του ινστιτούτου σύγχρονης τέχνης State of Concept. Η πρώτη έκθεση της σειράς που άνοιξε (στην state of concept) πραγματεύεται το waste/d στην εργασία. Αποτελεί μία έκθεση «Για την Εργασία, περί της Εργασίας, από την Εργασία», φράση με την οποία ο πιο ιστορικός καλλιτέχνης της έκθεσης, ο αμερικανός Fred Lonidier, συνδικαλιστής και μέρος της πολιτικά ενεργούς ομάδας καλλιτεχνών του San Diego την δεκαετία του εβδομήντα (ανάμεσά τους οι Μartha Rosler, Allan Sekula, Allan Kaprow) περιγράφει την δουλειά του. Το έργο του L.A Public Workers Point to Some Problems (1980) έδωσε ένα βήμα τους εργαζομένους δημόσιας υπηρεσίας του Λος Άντζελες για να εκφράσουν τα προβλήματά τους ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του εβδομήντα και τις τότε περικοπές στον δημόσιο τομέα. Από τα πιο δυνατά έργα της έκθεσης, εν μέρει και διότι επιτρέπει στον θεατή να κατανοήσει κανείς την σημερινή κατάσταση πιο ιστορικά, το έργο αντιπροσωπεύει και το λογοκεντρικό στίγμα της ομαδικής αυτής έκθεσης. Τα έργα που παρουσιάζονται βασίζονται σε αφηγήσεις και προϋποθέτουν την ανάγνωση (κειμένων στο ίδιο το έργο ή κειμένων που συνοδεύουν το έργο) ή την ακρόαση αφηγήσεων από την πλευρά του θεατή και έχουν σε διαφορετικό βαθμό έντονο τον χαρακτήρα του έργου-ντοκυμαντέρ. Τυπικό παράδειγμα στην έκθεση είναι η παρουσίαση συνεντεύξεων Γεωργιανών οικιακών βοηθών που έγιναν στο πλαίσιο μίας συνεχιζόμενης έρευνας των Λώρα Μαραγκουδάκη και Τατιάνας Μαυρομάτη και που στην προκειμένη παρουσίαση αναδεικνύει τις εργασιακές συνθήκες σε σχέση με το φύλο και την εθνική καταγωγή του εργαζόμενου.

Σε γενικές γραμμές, η έκθεση εκφράζει μία σαφή προσέγγιση της τέχνης ως φορέα πολιτικού νοήματος και συμβάλλει στην πρόσληψη του καλλιτέχνη ως ερευνητή ακόμα και ακτιβιστή και της τέχνης ως ένα πεδίο συνάντησης με καθώς και υποδοχής ερευνητών από άλλα πεδία. Το βίντεο του Aλβανού καλλιτέχνη Armando Lulaj για παράδειγμα βασίζεται στην κρυφή βιντεοσκόπηση, από μία ακτιβίστρια, της εισβολής αστυνομικών δυνάμεων στο Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας στα Τίρανα που είχε καταληφθεί από ακτιβιστές καλλιτέχνες.

Από μία άποψη η έκθεση θα μπορούσε να ιδωθεί στην κατεύθυνση της σύγχρονης τάσης που υποστηρίζει την δυναμική της τέχνης και έξω από το καλλιτεχνικό πεδίο, ένα επιχείρημα που στην υπερβολή του έχει εύλογα τους επικριτές του. Από την άλλη όμως, ο τρόπος παραγωγής της έκθεσης, το επιμελητικό σχήμα της Π.Α.Τ και το μοντέλο δράσης της αμφισβητεί τους θεσμικούς μηχανισμούς παραγωγής τέχνης και γνώσης γενικότερα και θίγει ζητήματα γύρω από τί φανερώνει και τί αποκρύπτει μία έκθεση σύγχρονης τέχνης. Στην έκθεση το Σκιώδες Περίπτερο στον υπόγειο χώρο της γκαλερί λειτουργεί ως ένα αναγνωστήριο με δευτερογενές υλικό σημαντικών και ιστορικών έργων που λόγω προϋπολογισμού δεν μπόρεσαν να συμπεριλάβουν οι επιμελητές. Η έκθεση επομένως δείχνει μία διάθεσηαυτό-κριτικής αλλά και αίσθησης ευθύνης απέναντι στο τί καθιστά προσβάσιμο. Εμμέσως θέτει επίσης το ερώτημα τί μπορεί να σημαίνει η συνεργασία μίας κολεκτίβας με ένα ινστιτούτο σύγχρονης τέχνης όπως το the state of concept.

Με αυτά τα δεδομένα το πρώτο «επεισόδιο» του Waste/d δεν μπορεί να ιδωθεί μόνο ως μία παρουσίαση σε έναν χώρο τέχνης αλλά ως μέρος ενός συνεχόμενου ερευνητικού εγχειρήματος που έχει αναλάβει η Π.Α.Τ και που δεν διερευνά μόνο θέματα όπως η εργασία η τεχνολογία και το σώμα και η γλώσσα (τα θέματα στα επόμενα επεισόδια του Waste/d) αλλά αφιερώνεται και σε μία θεσμική κριτική. Ασχολείται δηλαδή μεταξύ άλλων με το πώς παράγεται η γνώση και πώς συναρτάται ο δημόσιος λόγος σε σχέση με φορείς εξουσίας. Διερευνά επίσης ανοιχτές μορφές επιμελητικής και καλλιτεχνικής δράσης ως εναλλακτικές μεθόδους παραγωγής γνώσης και πρόσβασης σε εμπειρίες που βρίσκονται στο υπόβαθρο όσων επικρατούν. Λειτουργεί και ως μια «προσωρινή», ευέλικτη και ανοιχτή «ακαδημία», μία πλατφόρμα που προσκαλεί ερευνητές, καλλιτέχνες κλπ σε διάλογο, κοινές δράσεις στις παρυφές του εξω-θεσμικού, εντός και εκτός μίας «γκαλερί». Πειραματίζεται έτσι εμμέσως και με τις «πολιτικές» δυνατότητες της τέχνης ως προς την συγκρότηση του δημόσιου λόγου.

Κατά κάποιον τρόπο επομένως, στο υπόβαθρο της έκθεσης υπάρχει μία πρόθεση δράσης καθώς και η έννοια κοινότητας και της συνεργατικότητας και διεπιστημονικής αντίληψης της τέχνης. Αυτά είναι γνωρίσματα και του τρόπου παραγωγής των ίδιων των έργων που παρουσιάζονται. Στη γραμμή της παράδοσης μιας πολιτικής στάσης σε σχέση με την καλλιτεχνική δημιουργία και την παραγωγή, εκείνο που περισσότερο πάντως κάνει το Waste/d είναι ότι θέτει με κριτική ματιά ερωτήματα λειτουργώντας ως ένα εργαστήριο ιδεών, γεγονός που όμως ο θεατής της έκθεσης δεν εξυπακούεται ότι θα γνωρίζει.

Περισσότερο αποκομίζει πληροφορίες γύρω από τις κρυφές και αποκείμενες πλευρές της ζωής των εργαζομένωνκαι μπαίνει σ’ έναν προβληματισμό γύρω από τις πολλαπλές πτυχές του Waste/d. H ανάγνωση του όρου είναι γενική και αυτό φαίνεται σε έργα όπου το πλεονάζον, περιττό δεν είναι τόσο διακριτό. Το βίντεο Umpire Whispers (2010) για παράδειγμα της Παλαιστίνιας καλλιτέχνιδος Juliana Manna, προβάλλει κοντινά πλάνα ενός ανδρικού και γυναικείου σώματος, ενός προπονητή και της αθλήτριάς του που κάνουν ο ένας μασάζ στον άλλο. Το έργο μιλά για μία σχέση εξουσίας και την ανατροπή του και εντάσσεται στην έννοια του waste/d ως αυτό που ακριβώς επειδή «πετιέται» ή θεωρείται ανάξιο λόγου ή αποδεκτό, περιθωριοποιείται και δεν γίνεται ποτέ ορατό. Εμμέσως μιλά επίσης για το πώς η εργασία και οι επαγγελματικοί ρόλοι συμπλέκονται με συναισθηματικές καταστάσεις οδηγώντας έτσι σε μία παγίδευση, σύγχυση ρόλων, ίσως και μίας αλλοτρίωσης. Αυτό το στοιχείο είναι έντονο στο Στη Σκιά της Σεζόν (2021)της Δήμητρας Κονδυλάτου ένα βίντεο που εμμέσως μιλά για την εργαλειοποίηση από την τουριστική βιομηχανία αξιών όπως η φροντίδα, η φιλοξενία και γενναιοδωρία και το τί μπορεί να σημαίνει αυτό ως προς τον αυτοπροσδιορισμό των ανθρώπων – κυρίως των γυναικών – που εργάζονται στον τομέα αυτό.

Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι οι «γυναικείες» ιστορίες έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, γεγονός που δίνει στον «πολιτική» της προσέγγιση μία φεμινιστική χροιά στην έκθεση και εστιάζει στις έμφυλες διακρίσεις στην εργασία. Η εργαζόμενη γυναίκα, εργάτρια απασχολεί και τον Ege Berensel στο έργο του Strike and Wedding (2019) που βασίζεται σε ξεχασμένα τεκμήρια-καταγραφές – από μια φωτογραφική κολεκτίβα – των απεργιών και συνεργατικών δράσεων γυναικών που εργάζονταν σε μία κλωστοϋφαντουργία της Τουρκίας. Το γυναικείο στοιχείο υπάρχει και στο Cyber-Eco–Feminist Goat Path: Towards West Attica my Hometown (2022) σε επιμέλεια Ξένια Καλπακτσόγλου και της καλλιτέχνιδος Πέγκυς Ζάλη, ένα εννοιολογικό εξελισσόμενο έργο που ανασυστήνει μία διαδρομή στην Δυτική Αττική επισημαίνοντας σταθμούς ως τόπους συνάντησης παράλληλων διαδρομών προσωπικών (η διαδρομή που παίρνει ο καθημερινός εργαζόμενος) και εμπορικής ή οικονομικής φύσης (όπως για την μεταφορά προϊόντων).

Η έκθεση συνδέει το προσωπικό, τις ιστορίες των ανθρώπων, την καθημερινότητα που σταδιακά υφαίνει έναν τρόπο ύπαρξης και μία αντίληψη του εαυτού με όσα την διαμορφώνουν, ειδικά στο χώρο της εργασίας. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και το ηχητικό έργο του Νίκου Αρβανίτη.

Ο σπονδυλωτός της χαρακτήρας, οι αναφορές της σε συνέργειες την καθιστούν τμήμα μίας έρευνας και της προσδίδουν μία ζωντάνια και μία ένταση. Λειτουργεί σαν ένα μικρή συλλογή ιστοριών που εντάσσουν το μερικό στο γενικό. Αντιπροσωπεύει μία σύγχρονη επιμελητική πρακτική και οδηγεί την σκέψη στο τί συνιστά ένα έργο τέχνης και ποιοι φορείς παράγουν γνώσεις και επικοινωνούν πληροφορίες (στις 19 Μαΐου η Τίνα Πανδή και η Μαρίνα Μαρκέλλου θα μιλήσουν για την συγκρότηση των θεσμών στην Ελλάδα). Οι εκδόσεις της Π.Α.Τ που συμπληρώνουν την έκθεση καθώς και το δημόσιο πρόγραμμα της συστήνουν ένα φιλόδοξο «πείραμα» που δημιουργεί γέφυρες και εγείρει το «πολιτικό». Η έκθεση λειτουργεί μέσα σε αυτό το πλέγμα και με έναν τρόπο «προσκαλεί» τον θεατή να γίνει μέρος του, να συμμετάσχει σε μία νοερή κοινότητα καλλιτεχνών, ερευνητών και διανοητών. Είναι απαιτητική και εν μέρει δύσκολη, κάτι που η σχετικά μαζεμένη κλίμακά της και οι συνάφειες των έργων μεταξύ τους, εξισορροπεί. Η συνέχειά μέσα από τα επόμενα κεφάλαια, θα ολοκληρώσουν ένα κύκλο έρευνας που ίσως δημιουργήσουν νέες συνέργειες και ορατότητες.

WASTE/D PAVILION, episode 1 στην State of Concept Athens, ως 21/5.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ