Τι μας αρέσει

Καθολικό Βασικό Εισόδημα: Τι είναι και γιατί χρειάζεται;

Βλάσης Μισσός / capital.gr

Το πολυσυζητημένο βιβλίο του βρετανού οικονομολόγου Guy Standing κυκλοφορεί πλέον και σε ελληνική μετάφραση υπό τον τίτλο “Βασικό Εισόδημα: Πώς θα το επιτύχουμε”. Το βιβλίο απευθύνεται στο ευρύ κοινό και σε αναγνώστες που διακρίνονται από κοινωνική ευαισθησία και προβληματισμό για τη συνύπαρξη νεοφιλελευθερισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο λόγος του συγγραφέα είναι νηφάλιος και μετρημένος, χωρίς όμως να κρύβει την ιδεολογική του ταυτότητα που εντοπίζεται στο χώρο της μεταρρυθμιστικής αριστεράς.

Με αφορμή το βιβλίο, ας προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τους βασικούς σκοπούς και αιτίες που μας οδηγούν στην αναγκαιότητα θεσμοθέτησης ενός τέτοιου μέτρου πολιτικής το οποίο, εκ πρώτης, προκαλεί αρνητικές αντιδράσεις.

Ας ξεκινήσουμε ανάποδα. Το παλαιό Κοινωνικό Κράτος (Welfare State) των οριζόντιων παροχών και της πλατιάς προσφοράς υπηρεσιών Παιδείας, Υγείας και Κοινωνικής Ασφάλισης ως δημόσιων αγαθών δεν υπάρχει πλέον. Κατέρρευσε σταδιακά μετά την πτώση της ΕΣΣΔ και αντικαταστάθηκε από ένα παθητικό, περιορισμένης έκτασης, έως και πενιχρό, Δίχτυ (ιστό) Προστασίας (safety net). Σκοπός του Ιστού Προστασίας είναι η εισοδηματική ενίσχυση των φτωχών μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος στοχευμένων παροχών χαμηλής αξίας. Τα διάφορα επιδόματα (στέγασης, σίτισης κτλ.)  δίδονται υπό αυστηρές προϋποθέσεις και οι δικαιούχοι οφείλουν να αποδεικνύουν την ανέχειά τους στις δομές κοινωνικής προστασίας. Παράλληλα, τα επιδόματα ανεργίας δεν εξασφαλίζουν ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, καθώς το υψηλό επίδομα θεωρείται αντικίνητρο για την εύρεση εργασίας. Έτσι, το Κοινωνικό Κράτος μετατρέπεται σε ένα πολύπλοκο πλέγμα φιλοδωρημάτων που αναπαράγουν τη φτώχεια και τη συνδέουν με χαμηλών μισθολογικών αξιώσεων γραφειοκρατικές εργασίες (βλ. κοινωφελή εργασία).

Το Καθολικό Βασικό Εισόδημα (Universal Basic Income – UBI), παρότι παλαιά ιδέα, προβάλλεται ως μια αντίδραση στις πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης. Ως σύλληψη, είναι φαινομενικά απλή, αλλά η επιχειρηματολογία υπέρ της θεσμοθέτησης ενός κατάλληλου UBI δεν διαφεύγει πολυπλοκότητας. To UBI βασίζεται σε τακτικές (π.χ. μηνιαίες) εγχρήματες πληρωμές προς όλους, ανεξαρτήτως εισοδήματος, πλούτου ή άλλων κοινωνικο-οικονομικών κριτηρίων. Απροϋπόθετα. Το UBI δεν πρέπει να συγχέεται με το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ) ή το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ) – όπως βαφτίστηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2016 – που μοναδικός στόχος του είναι οι – ελάχιστοι – δικαιούχοι να μην πέσουν κάτω από το χαμηλότατο, επίσημο όριο φτώχειας. Μάλιστα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εφαρμογή του ΚΕΑ στην Ελλάδα, αφορούσε την εισοδηματική ενίσχυση της “ακραίας φτώχειας” και όχι απλά της “φτώχειας”. Ο νομοθέτης ακολουθούσε την πολιτική υποτίμηση και ενσωμάτωνε τον νέο όρο στη νομοθεσία, εμπεδώνοντας το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα.

Σε αντίθεση με τα διάφορα σχήματα του EEE, το UBI δεν προτίθεται να υποκαταστήσει τις λειτουργίες του Κοινωνικού Κράτους, όπως υποστηρίζουν συνήθως οι αριστεροί επικριτές. Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα του UBI ως υποκατάστατο του Κοινωνικού Κράτους έχει υποστηριχτεί από αρκετούς νεοφιλελεύθερους, που φαντασιώνονται μια οικονομία πλήρως ιδιωτικοποιημένη. Ο Guy Standing είναι ξεκάθαρος ότι “η καθιέρωση του βασικού εισοδήματος δεν σημαίνει την αποξήλωση των δημόσιων υπηρεσιών και την αντικατάσταση των υπολοίπων προνοιακών επιδομάτων. Μάλλον θα πρέπει να αποτελέσει βάση για ένα νέο σύστημα εισοδηματικής κατανομής, παράλληλα με άλλες απαραίτητες δημόσιες υπηρεσίες και επιδόματα”.

Κατά συνέπεια, η ιδέα ενός UBI ανήκει στο χώρο της ριζοσπαστικής πολιτικής οικονομίας, χωρίς να είναι επαναστατικό. Ως εργαλείο πολιτικής, οι δυνατότητές του είναι περιορισμένες αλλά και κρίσιμες, ειδικότερα όταν πρόκειται να εφαρμοστεί σε φτωχοποιούμενες οικονομίες σαν και την Ελλάδα. Τα προβλήματα που προσπαθεί να επιλύσει το UBI είναι πολλά και αξίζει να αναφερθούν ορισμένες από τις πλέον διαδεδομένες πλευρές του.

Κατ’ αρχάς, το UBI προσφέρει μια άμεση λύση στο ζήτημα της ανεπαρκούς κάλυψης του φτωχού πληθυσμού. Το Δίχτυ Προστασίας είναι εξαιρετικά αναποτελεσματικό. Αδυνατεί να επιτύχει την πλήρη στόχευση των πληθυσμιακών ομάδων στις οποίες αναφέρεται και πολλές οικογένειες ή μέλη τους, μένουν εκτός του συστήματος παροχών, παρότι έχουν την άμεση ανάγκη στήριξης. Το Δίχτυ Προστασίας είναι δαιδαλώδες. Οι δικαιούχοι του δεν μπορούν σχεδόν ποτέ να είναι πλήρως ενημερωμένοι για το πλήθος των διαφόρων επιδομάτων που δικαιούνται. Άλλωστε ο κατακερματισμός των ειδικών κατηγοριών δημιουργεί πολύπλοκα στρώματα γραφειοκρατίας, καθώς και απέχθεια, ακόμα και στην περίπτωση απλοποίησης μέσω ηλεκτρονικών αιτήσεων προς τους διάφορους φορείς. Το Δίχτυ Προστασίας στιγματίζει τους δικαιούχους και λειτουργεί διαχωριστικά, προσδιορίζοντας ένα ιδιάζον κοινωνικό περιθώριο. Οι διακρίσεις τονίζονται, δεν αμβλύνονται. Δεν είναι λίγοι οι δικαιούχοι που θεωρούν ότι θίγονται από τον κυνισμό των διαδικασιών στις οποίες καλούνται να λάβουν μέρος, αφού είναι υποχρεωμένοι να επιδεικνύουν το χαμηλό επίπεδο ανέχειας και ένδειας ώστε να γίνουν λήπτες των πενιχρών βοηθημάτων.

Αντίθετα, το UBI αμβλύνει το επίπεδο ανασφάλειας της αγοράς εργασίας. Μεταρρυθμίσεις που προωθούν την ευελιξία, τις συμβάσεις χαμηλών απολαβών περιορισμένης διάρκειας, την αντικατάσταση χρηματικών επιδομάτων με διά-βίου-εκπαίδευση ή επαγγελματική κατάρτιση και παροχή δεξιοτήτων… όλα αυτά έχουν μεταμορφώσει την εργασία από σταθερή και ασφαλή, σε ασταθή, αβέβαιη και ανασφαλή. Η ύπαρξη εργαζόμενων-φτωχών καταδεικνύει ότι στις νεοφιλελεύθερες οικονομίες της Δύσης, η εισοδηματική φτώχεια δεν σχετίζεται απαραίτητα με την ανεργία. Το αντίθετο μάλιστα. Όσο η φρενίτιδα της εσωτερικής υποτίμησης κυριαρχεί στη σκέψη των ασκούντων οικονομική πολιτική, η ανεπάρκεια των αμοιβών εργασίας να προσφέρουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης γίνεται ολοένα και περισσότερο φανερή.

Πολλοί επικριτές έχουν ασκήσει δριμεία κριτική στην ιδέα του UBI. Τα επιχειρήματά τους βασίζονται στην υπόθεση ότι το UBI δημιουργεί αντικίνητρα για την εύρεση εργασίας. Για παράδειγμα, η κυρίαρχη ρητορεία διατείνεται ότι τα υψηλά επιδόματα ανεργίας ή οι χρηματικές απολαβές που δεν συνδέονται με την εργασία, δημιουργούν αντικίνητρο στην εύρεση εργασίας και μείωση της απασχολησιμότητας (employability). Στο σημείο αυτό αξίζει να θυμηθούμε ότι ο γνωστός μας Χριστόφορος Πισσαρίδης, διακρίθηκε με νόμπελ επειδή – σύμφωνα με το δελτίο τύπου της σουηδικής ακαδημίας – “μάς έκανε να κατανοήσουμε ότι τα πιο γενναιόδωρα επιδόματα ανεργίας αποδίδουν υψηλότερα επίπεδα ανεργίας και μεγαλύτερα διαστήματα εύρεσης απασχόλησης”.

Οι υποστηρικτές του UBI προσφέρουν εμπειρικά δεδομένα τα οποία τεκμηριώνουν για το αντίθετο (κεφάλαιο 8). Το κρίσιμο στοιχείο για την κατανόηση του επιχειρήματος του Guy Standing είναι ότι μεταχειρίζεται μια διασταλτική έννοια της εργασίας, που δεν περιορίζεται από τον έμμισθο χαρακτήρα της. Η εργασία των γονιών για το μεγάλωμα και την ανατροφή των παιδιών τους είναι τυπικό παράδειγμα, διότι εκλαμβάνεται ως υποχρέωση όταν αναφέρεται στους γονείς, αλλά ως έμμισθη εργασία, όταν αφορά ένα βρεφονηπιοκόμο. Συνεπώς, ο Standing θεωρεί ότι η στατιστικοί πίνακες με τις καταγραφές των απασχολουμένων, αποτελούν παρωχημένη αντίληψη προηγούμενων δεκαετιών, την οποία οφείλουμε να προσπεράσουμε.

Παρότι ελκυστικό, το UBI δεν μπορεί να προσφέρει λύσεις σε όλα τα κοινωνικά και μακρο-οικονομικά προβλήματα των δυτικών οικονομιών. Κάθε οικονομία διακατέχεται από ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά που υφαίνουν ένα εξαιρετικά διαφοροποιήμενο πλαίσιο αντιδράσεων στην εφαρμογή του ριζοσπαστικού μέτρου. Από την άλλη μεριά, το ζοφερό κλίμα που παράγεται μέσα από την παντοκρατορία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ανάγει το UBI σε επείγον πολιτικό αίτημα, σε μέσο που εμποδίζει την περαιτέρω επέλαση του κοινωνικού δαρβινισμού της ασκούμενης πολιτικής.

Στη συζήτησή του με τον Daron Acemoğlu, o Γιάνης Βαρουφάκης υπογραμμίζει ότι ως μέτρο, το UBI δεν μπορεί να εκπολιτίσει την καπιταλιστική αγορά εργασίας, εγείροντας και την αναδυόμενη σημασία του αυτοματισμού στις νέες συνθήκες παραγωγής με τη χρήση υψηλής τεχνολογίας. Οι τεχνολογικές καινοτομίες και η εκτεταμένη εφαρμογή της ρομποτικής στους χώρους παραγωγής βαριάς βιομηχανίας, έχουν δημιουργήσει σε πολλούς αναλυτές το φόβο πρόκλησης υψηλής “τεχνολογικής ανεργίας”, δηλαδή ανεργίας που θα προκύψει από τον εκτοπισμό της “ζωντανής” εργασίας από “νεκρή”, κατά την προσφιλή έκφραση του Karl Marx.

Βεβαίως, κάτι τέτοιο θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε και στη χώρα μας, σε δραστηριότητες πολύ πιο απλές σε σύγκριση μ’ εκείνες που συντελούνται στις μονάδες παραγωγής αυτοκινήτων, ηλεκτρονικών υπολογιστών ή οπλικών συστημάτων της Γερμανίας ή των ΗΠΑ. Η πλήρης υποκατάσταση των εργαζόμενων ταμιών στα διόδια των εθνικών οδών από αυτόματες μηχανές, ή η αντίστοιχα σημαντική υποκατάσταση των εργαζόμενων στις τράπεζες από μηχανές που εκτελούν τις τραπεζικές εργασίες εξ αποστάσεως ή δια ζώσης, είναι μόνο μερικά σε σύγκριση με όσα απαντάμε στην καθημερινότητά μας. Αναμφίβολα, η συγκεκριμένη τάση είναι υπαρκτή και σίγουρα μπορούμε να φανταστούμε μια τέτοια εξέλιξη, όπου πολλές παραδοσιακές δραστηριότητες που απαιτούσαν τη συμμετοχή εργαζομένων, θα υποχωρήσουν, προκαλώντας ανεργία.

Αν και το UBI προτείνεται ως απάντηση στην προηγούμενη τάση αυτοματοποίησης, ο Standing στο βιβλίο του αναφέρει ότι “υπάρχουν λόγοι για να είμαστε σκεπτικοί ως προς τη σκιαγράφηση ενός μέλλοντος χωρίς απασχόληση ή ακόμα και χωρίς εργασία […] Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η φύση των θέσεων απασχόλησης  θα αλλάξει, ίσως ταχύτατα”.

Το καίριο ζήτημα αναφορικά με τη χρηματοδότηση, μπορεί να ξεσηκώσει διάφορες αψιμαχίες. Στο κεφάλαιο 7 του βιβλίου, “Το ζήτημα της διαθεσιμότητας των πόρων”, ο Standing καταγράφει διάφορους τρόπους υπολογισμού του κόστους που έχουν προκριθεί, για τον προσδιορισμό του επιπέδου των πόρων που απαιτούνται για την εφαρμογή μιας πολιτικής UBI. Ο συγγραφέας καταλήγει ότι απαιτείται η δημιουργία ενός κρατικού επενδυτικού ταμείου, οι πόροι του οποίου θα προέρχονται από τη φορολόγηση συγκεκριμένων στοιχείων όπως “περιουσιακά στοιχεία που παράχθηκαν στο πλαίσιο της κοινωνίας, όπως το καθεστώς πνευματικής ιδιοκτησίας και η νομική και χρηματοπιστωτική υποδομή”. Το συγκεκριμένο σημείο, είναι αρκετά θολό και αυτό μάλλον εξηγείται από το γεγονός ότι, εάν υπάρχει πραγματική πολιτική βούληση προς την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου, η χρηματοδότηση εκπίπτει σε ζήτημα τεχνικής φύσης.

Μια παραδοσιακή λογική θα κατέφευγε στη δημιουργία κρατικών ελλειμμάτων, που θα δημιουργούσαν τους απαραίτητους πόρους. Η εν λόγω όμως επιλογή, μοιάζει εξαιρετικά δύσκολη υπό τις παρούσες συνθήκες πολιτικής αντιπαράθεσης. Για να αποφύγει μια τέτοια τροπή, η ιδέα του Γιάνη Βαρουφάκη εκμεταλλεύεται τα υφιστάμενα εργαλεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των διακηρυγμένων σκοπών τους, προτείνοντας την επιβολή ειδικής φορολογίας επί των μετοχών όλων των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Τα έσοδα ενός τέτοιου φόρου θα μπορούσαν να κατευθύνονται σε ένα κοινό ή δημόσιο Ταμείο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία και θα επωμιζόταν τη διαδικασία κατανομής του. Ως εκ τούτου, ο Βαρουφάκης διαφοροποιεί το UBI και το μετατρέπει σε Καθολικό Βασικό Μέρισμα (Universal Basic Dividend – UBD).

Το UBI δεν είναι πανάκεια και πολλοί αριστεροί επικριτές ίσως να έχουν δίκιο ότι μπορεί να αποτελέσει εργαλείο αδρανοποίησης της κοινωνικής αντίδρασης των εργαζομένων, παρότι θα προσφέρει εισόδημα.

Είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο, η αναγκαιότητα του UBI, προκύπτει μέσα από την γενικευμένη τάση απαξίωσης των εργαζόμενων, που μαζί με τον περιορισμό των προσδοκιών τους για μια καλύτερη ζωή, κάμπτει το μαχητικό φρόνημα και γονατίζει την ελπίδα και την πίστη ότι υπάρχει άλλος δρόμος.

* Ο κ. Βλάσης Μισσός είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ