Νέα
Ο Γκάι Στάντινγκ για τα “πολλά εκατομμύρια ανθρώπων δίχως μια άγκυρα σταθερότητας”
Βραδιά Γκάι Στάντινγκ χτες στον βιομηχανικό χώρο Πλύφα, στην Αθήνα. Σε όλες και όλους εμάς που τον παρακολουθούμε προσεκτικά εδώ και χρόνια, που είχαμε την τιμή να τον φιλοξενούμε στο ντοκιμαντέρ του πρακτορείου pressenza «Καθολικό Βασικό Εισόδημα: δικαίωμα στη ζωή» δεν ήταν έκπληξη η χτεσινή του ομιλία. Ήταν μια ακόμα επιβεβαίωση ότι ζούμε την εποχή του πρεκαριάτου και ονειρευόμαστε – αν θέλετε από ανάγκη – την αποσύνδεση της ανθρώπινης επιβίωσης από τη δουλειά, μέσα από την επανανοηματοδότηση της εργασίας, που θα οδηγήσει στην σταδιακή απελευθέρωση του ανθρώπου από τη σημερινή στενά περιορισμένη της μορφή. Μια διαδικασία επίπονη, γιατί απαιτεί μεταξύ άλλων κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: την προσπάθεια ανεύρεσης νέας ταυτότητας για το ανθρώπινο ον, αφού δεν θα χαρακτηρίζεται μόνο ή κυρίως από το επάγγελμά του. Κι αυτό είναι μαγικό και συνάμα δύσκολο.
Ο Γκάι Στάντινγκ ήρθε αυτές τις ημέρες ξανά στην Ελλάδα, αυτή τη φορά με την ευκαιρία της έκδοσης στα ελληνικά ενός από τα πρώτα του βιβλία με τίτλο «Το Πρεκαριάτο – η νέα επικίνδυνη τάξη», σε μετάφραση της Μαρίνας Τουλγαρίδου. Πολύ σωστά οι εκδόσεις Τόπος και το mέta, Κέντρο Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού, αντιλήφθηκαν ότι οι καιροί που ζούμε είναι αδύνατον να μην πλαισιωθούν από τις 360 σελίδες του Στάντινγκ, καθώς ήταν ο πρώτος που συνέδεσε την παλιά έννοια του επισφαλούς – precarious με το προλεταριάτο. Το πρεκαριάτο είναι μια ευρύτατη και υπό διαμόρφωση τάξη «πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον κόσμο, δίχως μια άγκυρα σταθερότητας».
Πρόκειται για μια διαρκώς κινούμενη ομάδα ηλικιωμένων, μεσήλικων αλλά και νέων. Οι νέες και οι νέοι απασχολούν ιδιαίτερα τον Στάντινγκ. Άτομα που καλούνται να έχουν αυξημένα προσόντα πολύ νωρίς, με αβέβαιο μέλλον. Βιώνουν έλλειψη θέσεων εργασίας, κάνουν διαρκώς αιτήσεις για θέσεις εργασίας ή στον αντίποδα εργάζονται σκληρά, πολλές φορές περισσότερο από 8 ώρες τη μέρα, αλλά δεν καταφέρνουν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες και σε αρκετές περιπτώσεις ανατρέφουν παιδιά σε ένα τελείως αβέβαιο παρόν και μέλλον. Αν και εφόσον καταφέρουν να τη βγάλουν καθαρή μέχρι να φτάσουν στη σύνταξη – στα πόσα χρόνια κανείς δεν ξέρει, αφού η συντάξιμη ηλικία διαρκώς επιμηκύνεται – θα έχουν κληθεί μέσα από χαμηλότερους μισθούς να πληρώσουν πολύ πιο επιβαρυμένες κρατήσεις για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού. Κρατήσεις οι οποίες θα υποστούν το ρίσκο της επένδυσης, επομένως καθίστανται αυτόματα και μη εγγυημένες. Όλο αυτό το πλαίσιο εκτυλίσσεται έχοντας τις φωνές των επισφαλώς εργαζομένων ή ανέργων «σε σίγαση», λόγω της κρίσης που περνά ο θεσμός των συνδικάτων.
Στο βιβλίο του αναφέρεται και στις άλλες υπο-ομάδες που συνιστούν το πρεκαριάτο, τις συνθήκες που το δημιούργησαν, τη δαιμονοποίησή του, την κρίση του προνοιακού συστήματος, ολόκληρο κεφάλαιο για τη μετανάστευση, την αποδυνάμωση της δημοκρατίας και το νεοφασισμό και καταλήγει μέσα από σειρά αναλύσεων στο τελευταίο κεφάλαιο: «Για μια πολιτική του παραδείσου». Μια πολιτική «ήπια ουτοπική που υπερηφανεύεται γι’ αυτό». Εδώ ο Στάντινγκ προτείνει μια σειρά γενναίων πολιτικών που απαντούν στον πυρήνα του προβλήματος και όχι απλά στη διαχείρισή του. Αναφέρεται στην ανάγκη εκ νέου ορισμού της εργασίας με προϋπόθεση τον ίδιο σεβασμό για όλες τις πτυχές της. Υποστηρίζει τη σημασία διάσωσης της εκπαίδευσης, με νέο περιεχόμενο, νέο προσανατολισμό και κυρίως συμμετοχικότητα στη διαμόρφωσή της από όλη την εκπαιδευτική κοινότητα. Προτείνει τη λύση της καθολικής παροχής βασικού εισοδήματος που θα σημάνει την αναδιαμόρφωση του φορολογικού και του προνοιακού συστήματος. Προτεραιοποιεί την αντίληψη του κοινού πλούτου, στον οποίο πρέπει να έχει πρόσβαση και να σέβεται όλη η ανθρωπότητα. Τοποθετεί σε νέους άξονες τα εργασιακά δικαιώματα, την επαγγελματική ελευθερία, την αναδιανομή της ασφάλειας και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αναδεικνύει την υπέρτατη ανάγκη του ελεύθερου χρόνου και της απόκτησης ελέγχου του κάθε ανθρώπου σε αυτόν.
Το πλέον σημαντικό – κατά τη γνώμη μου – είναι πως όλα τα παραπάνω τα βλέπει μέσα από ένα βλέμμα που αγαπά τον άνθρωπο και ποντάρει στις δυνατότητές του. Αφήνει στην άκρη τις καχυποψίες και το μηδενισμό και γράφει υπερήφανα: «Ένα πρώτο καθήκον είναι να διεκδικήσουμε αυτό που αρνούνται οι εργατιστές και οι νεοφιλελεύθεροι. Να υπάρχει εμπιστοσύνη στους ανθρώπους ώστε να σκέφτονται και να πράττουν προς το συμφέρον τους και να σέβονται τους άλλους. Δεν πρέπει να τους συμπεριφέρονται σαν να είναι τεμπέληδες, εν δυνάμει εγκληματίες, παραβάτες του νόμου ή εγγενώς εγωιστές. Πρέπει να πει κανείς στους ελευθεριακούς πατερναλιστές παρακινητές να κοιτούν τη δουλειά τους και τις αρχιτεκτονικές των επιλογών τους: το Πανοπτικό πρέπει να αρθεί. Η κατάλληλη εκπαίδευση και ο «ποιοτικός χρόνος» είναι τα μέσα για να βοηθηθούν οι άνθρωποι να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις. Αντίθετα με αυτό που λένε οι ελευθεριακοί πατερναλιστές, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν παίρνουν υποβέλτιστες αποφάσεις γιατί τους κατακλύζουν οι πληροφορίες. Τις παίρνουν επειδή δεν έχουν το χρόνο ούτε την ενέργεια να ξεχωρίσουν τις χρήσιμες πληροφορίες, δεν έχουν πρόσβαση σε συμβουλές ειδικών γιατί δεν μπορούν να τους πληρώσουν, δεν έχουν Φωνή για να ασκήσουν τις επιλογές τους.»
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ