Τι μας αρέσει
Ο Μαρξισμός από το χθες στο σήμερα και από το σήμερα στο αύριο
Michael Albert
Πάνω που οι κρίσεις πληθαίνουν και εντείνονται , να τοι που ξεπηδούν ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Τρότσκι και οι λοιποί. Τους μελετάμε και τους επικαλούμαστε. Παλαιάς κοπής αριστεροί ακαδημαϊκοί όλο και μουρμουρίζουν «Τάδε έφη Μαρξ», «το ήξερε!», « Δείτε και το τάδε κεφάλαιο». Και όλο και σκαλίζουμε την χοάνη της ιστορίας. Όλο και μας στοιχειώνουν πνευματικά οικοδομήματα νεκρών.
Ήταν, όμως, ο Μαρξ εκείνος που έγραψε :
«Η πνευματική κληρονομιά των παλαιότερων γενεών βαραίνει, σαν εφιάλτης, την σκέψη των ζωντανών. Και πάνω στην στιγμή που φαίνεται ότι τους καταλαμβάνει η επιθυμία για να ριζοσπαστικοποιηθούν οι ίδιοι και οι καταστάσεις, δημιουργώντας κάτι καινούργιο, ειδικά σε εποχές που η επανάσταση περνάει την κρίση της, καλούν με αγωνία τα φαντάσματα του παρελθόντος για να τους βοηθήσουν, δανειζόμενοι έτσι από αυτούς, όρους, τσιτάτα για την ταξική πάλη, και θεατρικά κοστούμια, για να παρουσιάσουν αυτήν την νέα σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας σε ένα χρονικό πλαίσιο μεταμφιεσμένο και με δανεική γλώσσα.»
Κάποιοι μπορεί να πουν ότι εγώ και ο Μαρξ υπερβάλουμε αλλά νομίζω ότι αυτό σχετίζεται άμεσα με αυτή την πρόβλεψη του Μαρξ.
Το να επικαλούμαστε τον Μαρξ (ή οποιοδήποτε άλλο νεκρό αστέρι της Αριστεράς) όταν μιλάμε για τις σύγχρονες κοινωνικές σχέσεις μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να «αγγίξει» τους θαυμαστές του. Να δείξει την πίστη κάποιου σε αυτόν. Βοηθά, όμως, κανέναν να αναλογιστεί κριτικά και -ιδανικά- να πράξει κιόλας, σε σχέση με παρατηρήσεις που βασίζονται σε πραγματικά στοιχεία και επιχειρήματα; Γιατί να μην χρησιμοποιήσετε τα δικά σας λόγια; Γιατί δεν αφήνετε τις «χαμένες γενιές» να ησυχάσουν εκεί που βρίσκονται;
Υπάρχουν όμως και μεγαλύτεροι προβληματισμοί για τον μαρξισμό που αφορούν το πώς αυτός εξελίχθηκε από το χθες στο σήμερα, αλλά και το πώς θα εξελιχθεί στο αύριο. Συχνά υποστηρίζω ότι στόχος κάθε μαρξιστικής μελέτης με σοβαρό οικονομικό όραμα είναι ένα οικονομικό σύστημα που μετατρέπει το είκοσι τοις εκατό του πληθυσμού σε άρχουσα τάξη. Οι μαρξιστές θα διαφωνήσουν. Θα πουν ότι ο στόχος κάθε πραγματικού μαρξιστή είναι η συμμετοχή ολόκληρης της εργατικής τάξης στην εξουσία, η δημοκρατία και η ελευθερία. Αν και συμφωνώ, θα προσθέσω το εξής: Ανεξαρτήτως των προθέσεων του κάθε μαρξιστή ξεχωριστά, στο σύνολό τους δεν προσφέρουν όραμα σύμφωνο ούτε με την συμμετοχή της εργατικής τάξης στην εξουσία, ούτε με την δημοκρατία, ούτε με την ελευθερία.
Ας βάλουμε όλες τις οικονομικές μελέτες του Μαρξ σε μία σειρά εξέτασης. Στην απίθανη περίπτωση που κάποια από αυτές εμπεριέχει κάποιο σοβαρό θεσμικό όραμα, τότε αυτό με την σειρά του εμπεριέχει κεντρικά σχεδιασμένες αγορές, εταιρικού τύπου καταμερισμό της εργασίας και αποδοχές για τα παραγόμενα προϊόντα, και αυταρχική λήψη αποφάσεων (πράγματα που καθιστούν εξουσία το είκοσι τοις εκατό, που λέγαμε παραπάνω).
Προφανώς και δεν μιλάμε εδώ για κακούς ανθρώπους. Εντάξει, ο Στάλιν δεν ήταν και το καλύτερο παιδί, για να λέμε και του στραβού το δίκιο. Το πρόβλημα που μας αφορά εδώ, όμως, στην πραγματικότητα, είναι οι δυναμικές του κινήματος που έκαναν έναν παλιάνθρωπο σαν τον Στάλιν αυτό που ήταν, και οι ιδέες, που με την σειρά τους δημιούργησαν τις δυναμικές αυτές. Όχι το ότι όλοι στα μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα θέλουν να πατήσουν επί πτωμάτων για να εξουσιάζουν τους εργάτες. Αλλά το ότι τα ίδια αυτά κόμματα και οι σκληροπυρηνικές τους ιδέες, ανεξαρτήτως των καλών προθέσεων των μελών τους, οδηγούν σε αυτήν την ποδηγεσία και τον εξουσιασμό των εργατών.
Ακόμα και ριζοσπαστικός μαρξιστής να είσαι με τις καλύτερες των προθέσεων -πραγματικά τις καλύτερες-, οι πιθανότητες να ξεκινήσεις επανάσταση σε αυτόν τον μοντέρνο κόσμο δεν γέρνουν προς το μέρος σου, και αυτό εξαιτίας της έλλειψης, τόσο της εστίασης σε διαφορετικά ζητήματα, όσο και της ύπαρξης μιας πραγματικής εργατικής τάξης.
Αν και κάποιοι Μαρξιστές θα νιώσουν ότι αυτά τους προσβάλλουν σε προσωπικό επίπεδο, δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να είναι έτσι. Δεν έχουν να κάνουν, όλα αυτά, με συγκεκριμένους ανθρώπους και τα κίνητρά τους, αλλά με θεωρητικές έννοιες και μεθόδους, με μία τυφλή αφοσίωση στους θεσμούς, η οποία ακόμα και τον πιο υπέροχο άνθρωπο να χαρακτήριζε, θα οδηγούσε σε αποτελέσματα που αυτός, πρώτος, θα καταδίκαζε.
Ας εστιάσουμε, όμως, εδώ, σε δύο ουσιαστικά ζητήματα. Το πρώτο από αυτά αφορά τις σκληροπυρηνικά μαρξιστικές ιδέες, οι οποίες, ενώ δίνουν υπερβολική έμφαση στην οικονομία, δεν δίνουν την δέουσα προσοχή σε παράγοντες όπως το φύλο, η οικογένεια, η κοινότητα, ο πολιτισμός και η πολιτεία.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι όλοι ( ή έστω κάποιοι) οι μαρξιστές δεν ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο πέρα από την οικονομία, ότι δεν νοιάζονται για άλλα ζητήματα. Σημαίνει, όμως, ότι οι παλαιότεροι μαρξιστές που αντιμετώπιζαν ζητήματα όπως η σεξουαλικότητα των νέων, ο γάμος, η πυρηνική οικογένεια, η θρησκεία, η εθνική ταυτότητα, οι πολιτισμικές υποχρεώσεις, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η πολιτική οργάνωση, η καταστολή, ο πόλεμος, η ειρήνη και η οικολογία, το έκαναν συχνά, υπογραμμίζοντας δυναμικές που προέκυπταν από την πάλη των τάξεων και τις επιπτώσεις της, χωρίς να προβληματίζονται ιδιαίτερα για τις ρίζες των προβλημάτων αυτών καθαυτών.
Η κριτική μας εστιάζει στο ότι οι μαρξιστικές ιδέες του παρελθόντος δεν παίρνουν επαρκώς υπόψη τους τις τάσεις που δημιουργούνται από την σημερινή κοινωνία, από τις σημερινές συνθήκες πάλης ή από τακτικές επιλογές που παράγουν αυταρχισμό, και φαινόμενα ρατσισμού και σεξισμού – ακόμα και αν αυτά έρχονται σε σύγκρουση με τις ηθικές και κοινωνικές πεποιθήσεις των περισσότερων μαρξιστών.
Με άλλα λόγια, όλα αυτά που είπαμε για τον οικονομισμό του μαρξισμού του χθες δεν υπονοούν ότι υπάρχει εμμονή μονάχα με την οικονομία ή ότι υπάρχει μία παγκόσμια και ιερή τάση των μαρξιστών να δίνουν υπερβολική σημασία σε αυτή και όχι την δέουσα σε οτιδήποτε άλλο, αλλά, αντίθετα ότι έχουν την βλαβερή τάση να φορούν παρωπίδες, δίνοντας υπερβολική σημασία στα οικονομικά φαινόμενα.
Η λύση είναι να καταλάβουν επιτέλους οι μαρξιστές ότι ο φεμινισμός, η αναρχία και οι αντιρατσιστικές ιδεολογίες έχουν και αυτές την σημασία τους. Ότι όπως αυτές πρέπει να συμπεριλάβουν στα εργαλεία παρατήρησής τους και την ταξική πάλη, έτσι οφείλουν και οι άνθρωποι που ονειρεύονται μία αταξική κοινωνία να συμπεριλάβουν και τέτοιες προσεγγίσεις, και αιτήματα αλλαγής της κοινωνίας, στα εργαλεία παρατήρησής τους.
Τα καλά νέα είναι ότι οι περισσότεροι μαρξιστές φαίνεται να συκλίνουν σε αυτό. Η δυσκολία έγκειται περισσότερο στο ότι, σε περιόδους κρίσης, το σκληροπυρηνικό ιδεολογικό πλαίσιο που υπάρχει στέκεται εμπόδιο σε αυτήν την κατάκτηση.
Το δεύτερο ζήτημα που προκύπτει έγκειται στο γεγονός ότι οι μαρξιστικές ιδέες αδυνατούν να εντοπίσουν μία κάποιου είδους «τάξη διαμεσολαβητών» μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Ο μαρξισμός, είτε σήμερα είτε χθες, εστιάζει μόνο στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Δεν αντιλαμβάνεται τις ρίζες μιας “τρίτης” τάξης, στις κοινωνικές διαιρέσεις επί τη βάση σχέσεων εργασίας, με ότι συνέπειες έχει αυτό.
Για παράδειγμα, ο Μαρξισμός δεν αντιλαμβάνεται ότι το οικονομικό σύστημα που επαινεί ως «σοσιαλιστικό» ή αυτό που αποκαλεί επικριτικά «κρατικά καπιταλιστικό» και «παραμορφωμένα σοσιαλιστικό» δεν τοποθετεί ούτε τους καπιταλιστές ούτε τους εργάτες υψηλά στην κοινωνική ιεραρχία, αλλά μία εναλλακτική τάξη, που συντονίζει τις σχέσεις μεταξύ τους και αποτελείται από οργανωτές, στελέχη, και άλλους παράγοντες που κατέχουν δύναμη.
Ο Μαρξισμός εξακολουθεί να κλείνει, τυπικά, το μάτι στις χρηματαγορές ή, συχνότερα, στον κεντρικό σχεδιασμό κατανομής, την κρατική και δημόσια ιδιοκτησία που ελέγχει περιουσιακά στοιχεία, αποδοχές για παραγόμενα προϊόντα, εξουσία και, ορισμένες φορές, και την ανάγκη της εταιρικής διαίρεσης της εργασίας για τα συνδικάτα, και αυτές οι ιδεολογικές δεσμεύσεις είναι που προωθούν την διαμεσολαβητική διοίκηση. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κάθε μαρξιστής προσπαθεί συνειδητά να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των στελεχών και των άλλων παραγόντων με δύναμη σε βάρος των εργατών. Σημαίνει, όμως, ότι οι μαρξιστικές ιδέες όχι μόνο δεν κάνουν και πολλά για να εμποδίσουν την ανάδυση της «τάξης διαμεσολαβητών», αλλά την δημιουργούν κιόλας, έτσι ώστε η οικονομική κυριαρχία της να απορρέει περισσότερο από την επιτυχία των Μαρξιστικών κινημάτων.
Ο Μαρξ ήταν αυτός που συμβούλευσε πως, όταν κάποιος κρίνει μία θεωρία, δεν πρέπει να δίνει υπερβολική σημασία στο τι ισχυρίζεται αυτή για τον εαυτό της, αλλά αντίθετα στο τι αυτή υπογραμμίζει και στο τι αποκαλύπτει. Μία θεωρία που γίνεται εργαλείο της άρχουσας τάξης θα συγκαλύψει την συμπεριφορά της.Τις ρίζες της στις κοινωνικές σχέσεις. Ακόμα και την ίδια της την ύπαρξη. Τι θα συμβεί όμως αν χρησιμοποιήσουμε αυτήν την παρατήρηση σε μία προσπάθεια να αξιολογήσουμε τον Μαρξισμό σήμερα;
Θα δούμε τι είναι αυτό που ο ίδιος, με την σειρά του, αποκρύπτει, τι υπογραμμίζει ή αποζητά. Θα δούμε ότι η υπερβολική σημασία που δίνει στις σχέσεις ιδιοκτησίας και η μικρή σημασία που δίνει αντίστοιχα σε άλλα πιθανά οικονομικά αίτια της ταξικής διαίρεσης είναι αυτή που επισκοτίζει την σημασία του καταμερισμού της εργασίας ανάμεσα σε οικονομικούς παράγοντες. Βγάζει εντελώς από το προσκήνιο την εξουσία της τάξης διαμεσολαβητών, αυτού του είκοσι τοις εκατό επί του ογδόντα τοις εκατό, που είναι η εργατική τάξη .Θα δούμε ότι ο μαρξισμός, και ειδικά η λενινιστική προσέγγισή του, τοποθετεί την τάξη διαμεσολαβητών στην εξουσία, ενώ ταυτόχρονα κρύβει τον ρόλο της αλλά και την ίδια της την ύπαρξη. Ο ίδιος ο Μαρξ δεν θα χαρακτήριζε αυτές τις ιδεολογίες – τον σημερινό μαρξισμό και τον Μαρξισμό-Λενινισμό, ως ιδεολογίες της τάξης των διαμεσολαβητών;
Και πάλι, εδώ δεν υπονοούμε ότι όλοι οι Μαρξιστές είναι εχθροί της αταξικής κοινωνίας. Υπονοούμε, όμως, ότι παρά την δίψα τους για αυτήν, τα θεσμικά τους «πιστεύω» εμποδίζουν την πραγματοποίησή της.
Πώς θα μπορούσαν οι Μαρξιστές που αναζητούν τον Μαρξισμό του αύριο να διορθώσουν τα δύο αυτά προβλήματα που τονίστηκαν;
Από οικονομική άποψη, το πρόβλημα είναι η ύπαρξη ενός οικονομικού πλαισίου που έχει ως εφόρμηση πρώτα τα οικονομικά και μετά επεκτείνεται σε άλλους τομείς, με πρωταρχικό στόχο να διαπιστωθούν οι οικονομικές επιπτώσεις που προκύπτουν. Η προφανής λύση εδώ βρίσκεται στην ταυτόχρονη έμφαση που πρέπει να δοθεί σε οικονομικές, πολιτειακές, συγγενικές και πολιτιστικές πτυχές. Οφείλουμε να υιοθετήσουμε έννοιες που προτεραιοποιούν την κατανόηση της λογικής και των δυναμικών κάθε μιας από αυτές τις τέσσερις πτυχές, και κατόπιν, του πώς αλληλοεπιδρούν, ή, ακόμη, περιορίζουν και καθορίζουν η μία την άλλη. Ως πιθανή διόρθωση του οικονομισμού, μέσα σε μια ευρύτερη μαρξιστική περιγραφή, ο αυριανός Μαρξιστής θα μπορούσε να λέει:
«Μπορεί να είμαι μαρξιστής, αλλά είμαι και φεμινιστής, και αναρχικός και οικολόγος. Είμαι σε θέση να αναγνωρίσω ότι οι δυναμικές που δημιουργούνται από άλλες πτυχές της ανθρώπινης ζωής πλην της οικονομίας, είναι ιδιαίτερα σημαντικές και μπορούν ακόμα και να καθορίσουν το μέλλον της ίδιας της οικονομίας, όπως ακριβώς συμβαίνει και αντίστροφα. Συνεχίζω να πιστεύω φυσικά ότι η πάλη των τάξεων έχει την σημασία της, αλλά το ίδιο και η πάλη που προκύπτει από το φύλο, την φυλή, την θρησκεία, την εθνικότητα, την σεξουαλικότητα και την εναντίωση στον αυταρχισμό. Είμαι σε θέση να συνειδητοποιήσω ότι, όπως ακριβώς υπάρχει η ανάγκη να αντιληφθούμε τα μη-ταξικά φαινόμενα σε άμεση συνάρτηση με την ταξική πάλη, έτσι πρέπει να αντιληφθούμε τα οικονομικά φαινόμενα: σε άμεση συνάρτηση με το φύλο, την φυλή και την πολιτική πάλη.»
Ας κάνουμε μία υπόθεση εργασίας και ας φανταστούμε ότι ένας Μαρξιστής αύριο μεθαύριο ανακαλεί τις θεωρίες περί οικονομικής βάσης και υπερ-οικονομικής εποικοδόμησης, αρνείται ότι οι κοινωνίες οικοδομούνται και μετασχηματίζονται μονάχα μέσα από τις σχέσεις παραγωγής και ξεπερνά το να βλέπει την ταξική πάλη ως το μοναδικό κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο για να αναγνωρίσει στρατηγικά προβλήματα .Θα μπορούμε, ακόμα ,άραγε να αποκαλούμε τις πεποιθήσεις του μαρξιστικές; Ίσως, αλλά χωρίς ιδιαίτερη σιγουριά.
Παρά τα όσα είπαμε μέχρι τώρα βέβαια, το πρόβλημα που προκύπτει από τον προσδιορισμό των τάξεων της παλιάς και νέας μαρξιστικής θεωρίας μου φαίνεται αρκετά δύσκολο. Οι καπιταλιστές παραμένουν καπιταλιστές, δυνάμει της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Για να μην έχουμε καπιταλιστές κρεμάμενους πάνω από τα κεφάλια των εργαζόμενων, πρέπει να εξαλείψουμε την ιδιωτική περιουσία. Ως εδώ καλά.
Υπάρχει, όμως, και άλλη μία τάξη στην καπιταλιστική κοινωνία μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας. Ας την ονομάσουμε τάξη-διαμεσολαβητών. Οι «διαμεσολαβητές» αναδύονται και αποκτούν εξουσία μέσω της αγοράς ή του κεντρικά σχεδιασμένου καταμερισμού και του εταιρικού καταμερισμού της εργασίας. Όλα αυτά δίνουν σε αυτήν την νέα τάξη ένα, κατ’ ουσίαν, μονοπώλιο, όσον αφορά τα ενδυναμωτικά καθήκοντα[1], αλλά και όσον αφορά τους μοχλούς και τις προϋποθέσεις της καθημερινής λήψης αποφάσεων. Για την εξάλειψη αυτής της τάξης διαμεσολαβητών που υπερισχύει των εργατών, είναι απαραίτητο να εξαλείψουμε και όλα τα προαναφερθέντα. Και όμως, τα οράματα των μαρξιστών υποστηρίζουν είτε τις αγορές είτε τον κεντρικό σχεδιασμό είτε ακόμη και έναν εταιρικό καταμερισμό της εργασίας.
Οι μαρξιστές δεν βλέπουν ότι ακόμα και αν τεθούν όρια στην ιδιοκτησία και το κράτος παραμείνει ή γίνει δημοκρατικό, οι αγορές, ο κεντρικός σχεδιασμός και η εταιρική διαίρεση της εργασίας θα συνεχίζουν να ευνοούν την ύπαρξη αυτής της καινούργιας άρχουσας τάξης.
Ευαγγελίζονται, ειλικρινά συγκινημένοι, την δικαιοσύνη, την ισότητα και την αξιοπρέπεια που θα φέρει ο σοσιαλισμός. Αν εξετάσουμε όμως προσεκτικά τα κείμενά τους, θα παρατηρήσουμε μία ασαφή ρητορική που στερείται θεσμικής αξίας, ή, όταν δεν στερείται αυτής, οι θεσμοί που περιγράφονται δεν υπόσχονται την δικαιοσύνη, την ισότητα και την αξιοπρέπεια που οι ίδιοι ενστερνίζονται. Και, όσον αφορά στο πρακτικό επίπεδο, θα παρατηρήσουμε την ίδια δομή διαμεσολάβησης που εφαρμόζεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Μπορεί στα αλήθεια ένας μαρξιστής σήμερα να υπερβεί αυτό το πρόβλημα και να συνεχίσει ταυτόχρονα να αυτοπροσδιορίζεται ως μαρξιστής;
Αν ένας μαρξιστής έπαιρνε όντως αυτόν τον δρόμο, νομίζω ότι θα φαινόταν ξεκάθαρα από διάφορα σημάδια. Θα απαρνούνταν, για παράδειγμα, αυτό που ονομάστηκε σοσιαλισμός σε κάποιες χώρες, όχι ονομάζοντάς τον «καπιταλισμό» και «κρατικά ελεγχόμενο καπιταλισμό» ή «παραμορφωμένο σοσιαλισμό» αλλά «τρίτο τρόπο παραγωγής στο οποίο διατηρείται ευλαβικά μία τάξη υπεράνω των εργατών».
Τέτοιοι μαρξιστές θα προσφέρουν ένα όραμα που θα καταργεί τις αγορές, τον κεντρικό σχεδιασμό, την εταιρική διαίρεση της κοινωνίας αλλά και την αποδοχή όλων αυτών που παράγουν την φτώχεια, την εξουσία ή και την υπεραξία.
Η νέα γενιά μαρξιστών θα προτείνει νέους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς στην θέση αυτών που απέρριψε. Θεσμούς όπως, αυτοδιαχειριζόμενα συμβούλια εργατών και καταναλωτών, αμοιβή που αντιστοιχεί στον χρόνο εργασίας, συνθήκες εργασίας που εξισορροπούν την ενδυνάμωση, την συλλογική αυτοδιαχείριση και τον συμμετοχικό σχεδιασμό.
Έτσι, η νέα αυτή γενιά Μαρξιστών θα είναι υπέρμαχος της οργάνωσης του κινήματος, και θα υποστηρίξει μεθόδους και προγράμματα που θα ενσαρκώνουν, θα πυροδοτούν και, ουσιαστικά, θα οδηγούν σε αυτούς τους θετικούς στόχους. Αν όμως οι στρατηγικές για την κοινωνική αλλαγή ενσαρκώνονται με οργανωτικές επιλογές και μεθόδους που κάνουν άρχουσα την τάξη των διαμεσολαβητών, μάλλον θα εδραιώσουν την εξουσία της τάξης αυτής παρά θα την περιορίσουν. Τα αρνητικά του Μαρξισμού θα οδηγήσουν σε αυτά τα αποτελέσματα, ανεξάρτητα από τις ειλικρινείς επιθυμίες των μαρξιστών να οδηγήσουν σε ένα καθεστώς καλύτερο από αυτό στο οποίο την εξουσία κατέχουν οι διαμεσολαβητές.
Ποια θα είναι άραγε η σχέση ανάμεσα στους μαρξιστές που προσπαθούν να διορθώσουν αυτά τα κακώς κείμενα και στην πνευματική παράδοση που ευαγγελίζονταν τόσο καιρό; Αμφιβάλλω αν αυτή η νέα γενιά θα αυτοπροσδιορίζεται ως λενινιστική ή τροτσκική. Ακόμα και αν αυτοπροσδιορίζεται έτσι όμως, θα πρέπει να απαρνηθεί όλες αυτές τις ιδέες και πρακτικές.
Αντί να επικαλούνται τον Λένιν και τον Τρότσκι, θα απορρίπτουν τον πρώτο όταν λέει: «Είναι αδιαμφισβήτητη ανάγκη η συγκέντρωση της εξουσίας των εργοστασίων στα χέρια της διοίκησης»
ή «Οποιαδήποτε άμεση παρέμβαση των εμπορικών συνδικάτων σε πρωτοβουλίες της διοίκησης πρέπει να θεωρείται ξεκάθαρα βλαβερή και ανεπίτρεπτη»
ή«Οι μεγάλες βιομηχανίες, το κέντρο της παραγωγικής διαδικασίας και το θεμέλιο του σοσιαλισμού, απαιτούν την απόλυτη και αυστηρή εναρμόνιση των προθέσεών μας. Και αυτή η αυστηρή εναρμόνιση προθέσεων μπορεί να επιτευχθεί αν όλοι εναρμονίσουν τις προθέσεις τους με αυτή του ενός.»
Όπως και το «Ακούς εκεί συνέλευση! Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Είναι δύσκολο ακόμα και να βρεις τα λόγια να περιγράψεις αυτήν την ανοησία. Αναρωτιέμαι ώρες – ώρες αν αστειεύονται. Αν μπορεί κάποιος να τους πάρει στα σοβαρά. Η παραγωγή είναι αναγκαία πάντοτε, η δημοκρατία, από την άλλη όχι. Ο εκδημοκρατισμός της παραγωγικής διαδικασίας γεννά ένα σωρό ριζοσπαστικά λανθασμένες ιδέες.»
Θα απορρίψουν και τον Τρότσκι, ο οποίος, αναφερόμενος σε αριστερούς κομμουνιστές είπε: «Η προσήλωσή τους στις αρχές της δημοκρατίας έχει καταλήξει να είναι φετίχ. Βάζουν το δικαίωμα των εργατών να εκλέγουν τους δικούς τους αντιπροσώπους πάνω από το ίδιο το Κόμμα, και έτσι αμφισβητούν το δικαίωμα του Κόμματος να υποστηρίξει την δικτατορία του – έστω και αν αυτή συγκρούεται με την εφήμερη ιδέα της δημοκρατίας των εργατών.»
Θα απορρίψουν και το:«Πρέπει να έχουμε κατά νου την ιστορική αποστολή του Κόμματός μας. Το Κόμμα είναι αναγκασμένο να διατηρήσει την δικτατορία του χωρίς να το εμποδίζουν ούτε τέτοιοι ενδοιασμοί, ούτε και οι περιστασιακές αβεβαιότητες της εργατικής τάξης. Αυτή η συνειδητοποίηση είναι και το υλικό που στερεώνει την ενότητά μας. Η δικτατορία του προλεταριάτου δεν πρέπει πάντα να συμμορφώνεται με τις τυπικές αρχές της δημοκρατίας»
ή το: «Είναι γενικός κανόνας ότι οι άνθρωποι αποφεύγουν την εργασία όπως ο διάολος το λιβάνι. Ο άνθρωπος είναι ζώο φύσει τεμπέλικο».
Και όταν λέει με περίσσια περηφάνια«Νομίζω πως αν ο εμφύλιος πόλεμος δεν είχε ρημάξει την οικονομία μας, την ανεξάρτητη, την δυνατή, τη προικισμένη με τόσες πρωτοβουλίες, θα είχαμε σίγουρα φτάσει στο σημείο του ‘ενός ανδρός αρχή’ , γρηγορότερα και λιγότερο ανώδυνα», πάλι θα τον απορρίψουν.
Ειλικρινά πάντως, όλα αυτά αποτελούν δείγμα απαρχαιωμένων ιδεών. Σημαντικότερο θα είναι οι μαρξιστές, αύριο – μεθαύριο, αντί να διαφωνούν για το παρελθόν, να υπογραμμίζουν ότι η δομική ιεράρχηση στους οικονομικούς, τους πολιτικούς και τους κοινωνικούς θεσμούς συνεπιφέρει την εξουσία της διαμεσολάβησης (αλλά και την δημιουργία ενός εχθρικού περιβάλλοντος ως προς την εξέλιξη του εργαζόμενου).
Αν οι αυριανοί μαρξιστές θεωρήσουν ότι σε δύσκολες συνθήκες θα πρέπει να υπάρξει μία τέτοια μορφή οργάνωσης, θα είναι σαν να επιθυμούν να την δούμε ως προσωρινά επιβεβλημένη, σαν να προσπαθούν να ανοίξουν τον δρόμο για μία αυτοδιαχειριζόμενη και αταξική κοινωνία, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.
Τελικά, διαθέτει τέτοια σοφία η παρακαταθήκη που αφήνει πίσω του ο Μαρξ, και οι μεταγενέστεροι μαρξιστές συγγραφείς και ακτιβιστές, και στην οποία οι νέοι θα ανατρέξουν; Μα και βέβαια. Αλλά οι άνθρωποι θα απορρίψουν μαζί με τις καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας και την διευθυντική διαίρεση της κοινωνίας, την πατριαρχία, τον ρατσισμό και την απολυταρχία, ώστε να αποφύγουν να εκπληρώσουν τον φόβο του Μαρξ όταν έλεγε :
«Η πνευματική κληρονομιά των παλαιότερων γενεών βαραίνει, σαν εφιάλτης, την σκέψη των ζωντανών. Και πάνω στην στιγμή που φαίνεται ότι τους καταλαμβάνει η επιθυμία για να ριζοσπαστικοποιηθούν οι ίδιοι και οι καταστάσεις, δημιουργώντας κάτι καινούργιο, ειδικά σε εποχές που η επανάσταση περνάει την κρίση της, καλούν με αγωνία τα φαντάσματα του παρελθόντος για να τους βοηθήσουν, δανειζόμενοι έτσι από αυτούς, όρους, τσιτάτα για την ταξική πάλη, και θεατρικά κοστούμια, για να παρουσιάσουν αυτήν την νέα σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας σε ένα χρονικό πλαίσιο μεταμφιεσμένο και με δανεική γλώσσα.»
[1] Όρος που χρησιμοποιεί ο M.Albert για να περιγράψει δίκαιο καταμερισμό καθηκόντων σε ένα χώρο εργασίας. Π.χ. η καθαριότητα σε ένα νοσοκομείο αφορά και τους γιατρούς, ένας υπεύθυνος καθαριότητας μπορεί ταυτόχρονα να έχει και άλλα καθήκοντα, σύμφωνα με τις κλίσεις και τα ταλέντα του κ.λπ
Το mέta καλωσορίζει τυχόν απαντήσεις σε αυτό το κείμενο του Michael Albert, οι οποίες θα δημοσιευθούν στον ιστότοπό μας προκειμένου να ξεκινήσει διάλογος για αυτά τα ζητήματα.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ