Μαριανέλλα Κλώκα | Pressenza

Όπως γράψαμε μερικές εβδομάδες νωρίτερα, η Στέλλα Μόρις Ασάντζ, δικηγόρος και σύντροφος του Τζούλιαν Ασάντζ, ήρθε στην Ελλάδα. Αφορμή στάθηκε η προβολή του ντοκιμαντέρ “Ιθάκη – η μάχη για την απελευθέρωση του Τζούλιαν Ασάντζ” στο πλαίσιο του Διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης αλλά και στην ειδική προβολή που διοργάνωσε στην Αθήνα το mέta – Κέντρο Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού. Άλλωστε αυτό το ντοκιμαντέρ δημιουργήθηκε ακριβώς για αυτό το λόγο: να αποτελέσει ένα “όχημα” με το οποίο ο Τζον Σίπτον, πατέρας του Τζούλιαν και η Στέλλα θα οργώσουν τον κόσμο για να μεταφέρουν την ιστορία του δημοσιογράφου και ακτιβιστή που διώκεται απλά και μόνο επειδή έκανε στον κόσμο γνωστή την αλήθεια των εγκλημάτων των πολέμων των ΗΠΑ.

Κατά τη διάρκεια των λίγων ωρών που πέρασε η Στέλλα Ασάντζ στην Αθήνα, δέχθηκε να μας παραχωρήσει μια συνέντευξη. Όλες οι συντακτικές μας ομάδες έχουμε σταθεί στο πλευρό του Τζούλιαν από την αρχή. Η δε ιταλική ομάδα συντόνισε πρόσφατα δύο μεγάλες εκδηλώσεις για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης. Η Στέλλα Ασάντζ μίλησε για το ρόλο των κοινωνικών κινημάτων σήμερα, για την ανάγκη να στρέψουμε ξανά τον προβολέα από τον Τζούλιαν στις ΗΠΑ, την CIA και τα εγκλήματα πολέμου που έχουν αποκαλύψει τα Wikileaks και μοιράστηκε μαζί μας τα σημεία αναφοράς από τα οποία αντλεί ελπίδα. Τη συνέντευξη πήρε η Μαριανέλλα Κλώκα. Το μοντάζ έκανε η Χριστίνα Άννα Δαφνή.

Διάρκεια: 08′:10″ | Με ελληνικούς υπότιτλους.

Στέφανος Ρέππας | SLPress

«Σε τι κόσμο θα ζήσουμε; Ποια εποχή ανατέλλει μπροστά μας; Ζούμε το κύκνειο άσμα μιας παγκόσμιας τάξης και την απαρχή ενός νέου μακροϊστορικού κύκλου.

Με αφορμή τον πόλεμο της Ουκρανίας και την κρίση της πανδημίας, το βιβλίο σκιαγραφεί τη διαμόρφωση μιας νέας πλανητικής τάξης και πραγματεύεται την ολοκλήρωση τριών διαφορετικών και εν μέρει επάλληλων ιστορικών κύκλων, της μεταψυχροπολεμικής τάξης (1991-), του μεταπολεμικού κόσμου (1945-) και μιας μεγάλης εποχής της ανθρώπινης ιστορίας (19ος αιώνας-), της Εποχής της Μεγάλης Παρέκκλισης. Μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα και με έτος-ορόσημο το 2037, οι τρεις ιστορικοί κύκλοι που καθόρισαν τις τάξεις, τον κόσμο και την εποχή των τελευταίων δύο αιώνων θα έχουν ολοκληρωθεί: η μεγάλη παρέκκλιση θα έχει κλείσει.

Από την ιστορία στην πολιτική γεωγραφία, από την ολοκλήρωση της αμερικανικής ηγεμονικής περιόδου στην επιστροφή της Ασίας, από την τεχνολογία στη δημογραφία και από τη νεωτερικότητα στη μετα-εκκοσμίκευση, το βιβλίο επιχειρεί μια ανατομία των εξελίξεων μακράς κλίμακας, με στόχο να αποτελέσει εργαλείο για την κατανόηση των κοσμοϊστορικών μεταβολών που λαμβάνουν χώρα στο μεταίχμιο του τέλους μιας εποχής και της απαρχής ενός νέου μακροϊστορικού κύκλου.»

Κυκλοφόρησε μόλις ένα βιβλίο με το οποίο είχα εκτενή τριβή, όντας ένας από τους δύο επιμελητές του κειμένου: «Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης: Από την Ουκρανία και την πανδημία στη νέα πλανητική τάξη», του Δημήτρη Β. Πεπόνη (εκδόσεις ΤΟΠΟΣ, σειρά mέta, 362 σελίδες, 15 ευρώ). Θα ήθελα να μοιραστώ δυο λόγια γι’ αυτό το έργο. Δεν είναι σπάνιο να ακούμε για νεοεκδοθέντα βιβλία πως «το βιβλίο είναι επίκαιρο» ή ότι «εξετάζει τα ζητήματα σε βάθος». Ό,τι όμως θα ήταν απλώς ένας συνηθισμένος και κάπως τυπικός έπαινος στις περιπτώσεις ενός μέσου καλού βιβλίου, εδώ γίνεται πραγματική κυριολεξία.

Το «Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης: Από την Ουκρανία και την πανδημία στη νέα πλανητική τάξη» συνδυάζει με έναν σπάνιο τρόπο την ανάλυση ζητημάτων που βρίσκονται εκ των πραγμάτων στην επικαιρότητα, είτε με μείζονες είτε με ελάσσονες αφορμές, με ένα αναλυτικό βάθος και εύρος που δεν συναντάμε συχνά στο δημόσιο λόγο — όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και διεθνώς. Ενίοτε ούτε και στον ακαδημαϊκό λόγο, ιδίως της Ελλάδας… Έχει όμως και μια άλλη αξία: αναδεικνύει τη σημασία πτυχών και ζητημάτων τα οποία δε μοιάζουν εκ πρώτης όψεως επίκαιρα ή περνάνε κάτω από τα ραντάρ μας, αλλά τα οποία συνδέονται —με αιτιώδη σχέση που φανερώνεται στο βιβλίο— με ό,τι φανταζόμαστε ως επίκαιρο ή σημαντικό.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου έχει ως φαινομενική αφορμή τον πόλεμο που ξεκίνησε στο έδαφος Ουκρανίας το 2022. Όμως ήδη απ’ αυτό το πρώτο μέρος πάμε βαθύτερα: στο περίγραμμα ενός αναδυόμενου κόσμου εντελώς διαφορετικού απ’ ό,τι είχαμε συνηθίσει, σε μια ανάλυση των δύο παγκοσμίων πολέμων πέρα από τα συνήθη ιστοριογραφικά τετριμμένα (δηλαδή, πέρα από τον τρόπο με τον οποίο έχουμε συνηθίσει να γνωρίζουμε αυτά τα ζητήματα), επαναπλαισιώνοντας και ρίχνοντας φως στο ιστορικό βάθος, αναλύοντας και ερμηνεύοντας.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι κατά μία έννοια η προϋπόθεση για το πρώτο: (σχεδόν) όλοι γνωρίζουμε ότι η αμερικανική ηγεμονική περίοδος, η περίοδος κατά την οποία η Αμερική ήταν ή θεωρείτο η μόνη υπερδύναμη, φτάνει ταχύτατα προς μια ολοκλήρωση και κατάληξη, για να αντικατασταθεί με κάτι που δεν έχει ακόμα σχηματιστεί. Όμως ο Δημήτρης Πεπόνης δείχνει τις αιτιώδεις σχέσεις και την χρονική αλληλουχία βήμα-βήμα, τόσο ως προς την διεθνή προβολή ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και ως προς το εσωτερικό τους, τη συνοχή της κοινωνίας, της πολιτικής, της πολιτείας τους. Είναι σε αυτό το δεύτερο μέρος που δίδεται και μια γεύση για το τι σημαίνει η επικείμενη άνοδος, ή όπως θα το έθετε ο συγγραφέας επιστροφή, της Ασίας.

Το τρίτο μέρος συμπεριλαμβάνει τη μεγαλύτερη συμπυκνωμένη πρωτοτυπία του βιβλίου: θίγονται ζητήματα τεχνολογίας εναντίον φυσικής πραγματικότητας και των φαντασιώσεων μας σχετικά με την πρώτη. Αναθεωρούνται θεμελιώδη ιδεολογικά ζητήματα της εποχής μας, δηλαδή μιας εποχής που μετριέται σε δύο ή τρεις αιώνες. Φανερώνονται αλληλουχίες στην πολιτική γεωγραφία πολύ διαφορετικές και πολύ πιο πλούσιες από τα συνήθη που συζητάμε περί «γεωπολιτικής», με ιδιαίτερη έμφαση στα υδάτινα παιδιά μετάβασης. Υπογραμμίζεται με διαύγεια πρωτοφανέρωτη στα ελληνικά δημόσια πράγματα τόσο το ζήτημα του όλο και μεγαλύτερου χάσματος μεγαλουπόλεων και επαρχιών όσο και οι τεκτονικές αλλαγές στην παγκόσμια δημογραφία — «από το 1 δισεκατομμύριο στα 8 δισεκατομμύρια».

Το βιβλίο ολοκληρώνεται με ένα σχόλιο επ’ αφορμή της πανδημίας και των lockdowns, με έναν πανδημικό επίλογο: πρόκειται για ένα μέρος του βιβλίου που δεν περιγράφει απλώς το τι συνέβη (άλλωστε πρωτογράφτηκε στην αρχή, τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2020), αλλά διατυπώνει μια πρόταση ως προς το σε ποιες ράγες έχουμε τεθεί κατά τη διάρκεια των δύο κυρίως ετών της πανδημίας ως προς το τι θα ακολουθήσει μετά την πανδημία: με αυτήν την έννοια, θα μπορούσε κι αυτό το μέρος να χαρακτηριστεί προφητικό. Επιστέγασμα του βιβλίου είναι το «χρονολόγιο μελετητή και ερευνητή ενός πιθανού μέλλοντος»: ένα παιγνιώδες εγχείρημα να διατυπωθεί το πώς θα έβλεπε ενδεχομένως ένας μελλοντικός μελετητής κάποιες χρονολογίες-ορόσημα, με τρόπους και κριτήρια πολύ διαφορετικά από τα δικά μας — που ζούμε την ιστορία σε ενεστώτα χρόνο και με όλη την βραδύτητα που αυτό συνεπάγεται.

Όπως είπα και στην αρχή, είχα τη μεγάλη χαρά να εργαστώ με το υλικό του βιβλίου αυτού από κοντά, συνεργαζόμενος με τον συνεπιμελητή του τόμου Σωτήρη Μητραλέξη: αν και προφανώς δε συντάσσομαι με κάθε λέξη του βιβλίου, δε θα ήταν υπερβολή να πω πως βρήκα σε αυτό μια ματιά πιο καθαρή, πιο βαθιά και πιο ευρεία απ’ ό,τι βρίσκω σε αρκετά συγγράμματα των πανεπιστημιακών σπουδών μου (Πολιτικές Επιστήμες και Διεθνείς Σχέσεις). Γράφω αυτό το κείμενο με την ελπίδα να μεταφέρω τον ενθουσιασμό μου στους μελλοντικούς αναγνώστες.

Σωτήρης Μητραλέξης | Ανιχνεύσεις

Πριν από λίγες ημέρες εκδόθηκε το βιβλίο του Δημήτρη Β. Πεπόνη «Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκλισης: από την Ουκρανία και την πανδημία στη νέα πλανητική τάξη» (εκδ. Τόπος/mέta, Μάρτιος 2023, 362 σελίδες), στην προετοιμασία του οποίου συμμετείχα ως συνεπιμελητής. Το βιβλίο επικεντρώνεται στα «διεθνή»: διεθνείς εξελίξεις, διεθνείς σχέσεις, γεωπολιτική κλπ. Το πεδίο εξέτασής του όμως είναι πραγματικά ευρύτερο: «Με αφορμή τον πόλεμο της Ουκρανίας και την κρίση της πανδημίας, το βιβλίο σκιαγραφεί τη διαμόρφωση μιας νέας πλανητικής τάξης και πραγματεύεται την ολοκλήρωση τριών διαφορετικών και εν μέρει επάλληλων ιστορικών κύκλων, της μεταψυχροπολεμικής τάξης (1991-), του μεταπολεμικού κόσμου (1945-) και μιας μεγάλης εποχής της ανθρώπινης ιστορίας (19ος αιώνας-), της Εποχής της Μεγάλης Παρέκκλισης. Από την ιστορία στην πολιτική γεωγραφία, από την ολοκλήρωση της αμερικανικής ηγεμονικής περιόδου στην επιστροφή της Ασίας, από την τεχνολογία στη δημογραφία και από τη νεωτερικότητα στη μετα-εκκοσμίκευση, το βιβλίο επιχειρεί μια ανατομία των εξελίξεων μακράς κλίμακας, με στόχο να αποτελέσει εργαλείο για την κατανόηση των κοσμοϊστορικών μεταβολών που λαμβάνουν χώρα στο μεταίχμιο του τέλους μιας εποχής και της απαρχής ενός νέου μακροϊστορικού κύκλου».

Γιατί όμως να ασχοληθούμε με κάτι τέτοιο, γιατί να το θεωρήσουμε απαραίτητο για να κατανοήσουμε τις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα με εκπληκτική ταχύτητα — αν και, επειδή τις ζούμε σε ενεστώτα χρόνο, ενίοτε μας διαφεύγει η ιστορικότητά τους;

Αντί απάντησης, θα παραθέσω απλώς κάποιες άλλοτε αδιανόητες γεωπολιτικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα μόλις μέσα στον τελευταίο μήνα: τη συγκομιδή αντλώ από τον ιστότοπο αναλύσεων Moon of Alabama, απ’ όπου οι πηγές και οι μεταφρασμένες στα ελληνικά διατυπώσεις: μέσα στον τελευταίο μόλις μήνα λοιπόν,

Η μονοπολική στιγμή των ΗΠΑ μοιάζει σήμερα τόσο, μα τόσο μακριά. Μέσα σε έναν μόλις μήνα λαμβάνουν χώρα εξελίξεις αφ’ ενός άλλοτε αδιανόητες, αφ’ ετέρου μιας εμβέλειας που υπό κανονικές συνθήκες θα εκτυλισσόταν σε χρόνια, όχι σε ημέρες. Όταν ο κόσμος αλλάζει με τέτοια ιλιγγιώδη ταχύτητα μπροστά στα μάτια μας, χρειαζόμαστε νέα αναλυτικά εργαλεία, δεν επαρκεί απλώς η παρατήρηση: εντελώς απλά, οι εξελίξεις είναι ταχύτερες από τον ανθρώπινο νου…

Απολύτως ταυτόχρονα, και πέρα από τα αμιγώς διεθνοπολιτικά/γεωπολιτικά, μια διεθνής τραπεζική κρίση κυοφορείται — ή, εναλλακτικά, έχει ήδη πυροδοτηθεί και προσπαθούμε να τη μαζέψουμε. Μετά την Silicon Valley Bank, τη Signature Bank και την Credit Suisse, «το χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ σημείωσε πτώση 2,7%, με τη βαριά HSBC να χάνει σχεδόν 6% λόγω ανησυχιών για την έκθεσή της σε επικίνδυνα ομόλογα που σχετίζονται με την Credit Suisse. Η Standard Chartered βυθίστηκε επίσης. Οι απώλειες ήρθαν ακόμη και όταν η de facto κεντρική τράπεζα της πόλης δήλωσε ότι ο τραπεζικός τομέας της είχε ‘ασήμαντη’ έκθεση στην Credit Suisse. Άλλες μετοχές περιφερειακών τραπεζών δέχθηκαν επίσης πλήγμα, συμπεριλαμβανομένης της ιαπωνικής Mitsubishi UFJ Financial, της National Australia Bank και της ινδικής ICICI. … Το Λονδίνο, η Φρανκφούρτη και το Παρίσι σημείωσαν πτώση στις πρώτες συναλλαγές της Δευτέρας. Το Τόκιο, το Σίδνεϊ, η Σεούλ και η Βομβάη βρέθηκαν επίσης στο κόκκινο. Η Σαγκάη σημείωσε άνοδο αφού η κινεζική κεντρική τράπεζα μείωσε το ποσό των μετρητών που πρέπει να διατηρούν οι τράπεζες σε αποθεματικό, ελπίζοντας να δώσει ώθηση στην οικονομία της χώρας» (πηγή). Ταυτόχρονα, 186 (!) αμερικανικές τράπεζες κρίνονται επιρρεπείς σε κινδύνους παρόμοιους με την Silicon Valley Bank —κινδύνους κατάρρευσης, δηλαδή—, γράφει η Wall Street Journal.

Το βιβλίο του Δημήτρη Β. Πεπόνη «Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης: Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη» γράφτηκε πριν από αυτές τις εξελίξεις. Όμως λειτουργεί ως εργαλείο ακριβώς για να κατανοήσουμε εξελίξεις όπως αυτές. Όπως αυτοσυστήνεται και το ίδιο το βιβλίο, «Ζούμε το κύκνειο άσμα μιας παγκόσμιας τάξης και την απαρχή ενός νέου μακροϊστορικού κύκλου»…

Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο στους πάγκους των βιβλιοπωλείων καθώς και, διαδικτυακά, στις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ, στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, στη βάση δεδομένων ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, στην ΠΟΛΙΤΕΙΑ, στην ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ, στον ΙΑΝΟ, στα Public, κλπ.

Michael Albert και Arash Kolahi | ΖNet

Σε μια υποθετική κούρσα για να διεκδικήσουν τον μανδύα της μεγαλύτερης απειλής για την ανθρωπότητα, ο πυρηνικός πόλεμος, η οικολογική καταστροφή, ο αυξανόμενος αυταρχισμός και οι νέες πανδημίες εξακολουθούν να βρίσκονται αρκετά μπροστά. Αλλά, κοιτάξτε εκεί, πολύ πίσω αλλά έρχονται γρήγορα. Αυτή είναι η τεχνητή νοημοσύνη; Είναι ένας φίλος που σπεύδει να μας βοηθήσει ή ένας άλλος εχθρός που σπεύδει να μας θάψει;

Ως αφετηρία για αυτό το δοκίμιο, στο πρόσφατο Op Ed τους στους New York Times ο Νόαμ Τσόμσκι και δύο ακαδημαϊκοί συνάδελφοί του -ο Ίαν Ρόμπερτς, καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, και ο Τζέφρι Γουάτουμουλ, ένας φιλόσοφος που είναι επίσης διευθυντής τεχνητής νοημοσύνης σε μια τεχνολογική εταιρεία – μας λένε ότι “όσο χρήσιμα και αν είναι αυτά τα προγράμματα [της τεχνητής νοημοσύνης] σε ορισμένους στενούς τομείς (μπορούν να είναι χρήσιμα στον προγραμματισμό υπολογιστών, για παράδειγμα, ή στο να προτείνουν ομοιοκαταληξίες για ελαφρούς στίχους), γνωρίζουμε από την επιστήμη της γλωσσολογίας και τη φιλοσοφία της γνώσης ότι διαφέρουν βαθύτατα από τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονται και χρησιμοποιούν τη γλώσσα. Αυτές οι διαφορές θέτουν σημαντικούς περιορισμούς σε ό,τι μπορούν να κάνουν αυτά τα προγράμματα, κωδικοποιώντας τα με απαράγραπτα ελαττώματα….”

Συνεχίζουν: “Σε αντίθεση με τους ανθρώπους, για παράδειγμα, οι οποίοι είναι προικισμένοι με μια καθολική γραμματική που περιορίζει τις γλώσσες που μπορούμε να μάθουμε σε εκείνες με ένα ορισμένο είδος σχεδόν μαθηματικής κομψότητας, αυτά τα προγράμματα μαθαίνουν με την ίδια ευκολία γλώσσες ανθρωπίνως δυνατές και ανθρωπίνως αδύνατες”.

Οι αναγνώστες θα μπορούσαν να εκλάβουν αυτά τα σχόλια ότι η σημερινή τεχνητή νοημοσύνη διαφέρει τόσο πολύ από τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν οι άνθρωποι, ώστε οι προβλέψεις ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα εκτοπίσει τον άνθρωπο σε όλους τους τομείς, εκτός από μερικούς δευτερεύοντες, είναι υπερβολές. Τα νέα Chatbots, οι ζωγράφοι, οι προγραμματιστές, τα ρομπότ και τι άλλο είναι όλα εντυπωσιακά έργα μηχανικής, αλλά τίποτα για να ταραχτείτε υπερβολικά. Η τρέχουσα τεχνητή νοημοσύνη χειρίζεται τη γλώσσα με τρόπους που απέχουν πολύ από αυτό που επιτρέπει σήμερα στους ανθρώπους να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τόσο καλά όσο εμείς. Περισσότερο, τα νευρωνικά δίκτυα και τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα των σημερινών ΤΝ είναι κωδικοποιημένα με “ανεξίτηλα ελαττώματα” που εμποδίζουν τις ΤΝ να χρησιμοποιούν τη γλώσσα και να σκέφτονται εξ αποστάσεως τόσο καλά όσο οι άνθρωποι. Το σκεπτικό του Op Ed μοιάζει με το να ακούει ένας επιστήμονας να μιλάει για μια μηχανή αέναης κίνησης που θα φέρει επανάσταση στα πάντα. Ο επιστήμονας έχει θεωρίες που του λένε ότι μια μηχανή αέναης κίνησης είναι αδύνατη. Επομένως, ο επιστήμονας λέει ότι ο θόρυβος για κάποια εταιρεία που προσφέρει μια τέτοια μηχανή είναι διαφημιστική εκστρατεία. Επιπλέον, ο επιστήμονας γνωρίζει ότι ο θόρυβος δεν μπορεί να είναι αληθινός ακόμη και χωρίς να ρίξει μια ματιά στο τι κάνει στην πραγματικότητα η προσφερόμενη μηχανή. Μπορεί να μοιάζει με αέναη κίνηση, αλλά δεν μπορεί να είναι, άρα δεν είναι. Τι γίνεται όμως αν ο επιστήμονας έχει δίκιο ότι δεν είναι αέναη κίνηση, αλλά παρ’ όλα αυτά η μηχανή κερδίζει γρήγορα χρήστες και κάνει κακό, με πολύ περισσότερο κακό να έρχεται;

Ο Τσόμσκι, ο Ρόμπερτς και ο Γουάτουμουλ λένε ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη γλώσσα τόσο επιδέξια όσο χρησιμοποιούμε, επειδή έχουμε στο μυαλό μας μια ανθρώπινη γλωσσική ικανότητα που περιλαμβάνει ορισμένες ιδιότητες. Αν δεν την είχαμε αυτή, ή αν η ικανότητά μας δεν ήταν τόσο περιοριστική όσο είναι, τότε θα μοιάζαμε περισσότερο με τα πουλιά ή τις μέλισσες, τους σκύλους ή τους χιμπατζήδες, αλλά όχι με τον εαυτό μας. Επιπλέον, ένας σίγουρος τρόπος για να ξέρουμε ότι ένα άλλο σύστημα που χρησιμοποιεί γλώσσα δεν έχει γλωσσική ικανότητα με τα χαρακτηριστικά της δικής μας γλωσσικής ικανότητας είναι αν μπορεί να τα καταφέρει εξίσου καλά με μια εντελώς επινοημένη μη ανθρώπινη γλώσσα όπως μπορεί να τα καταφέρει με μια ειδικά ανθρώπινη γλώσσα όπως τα αγγλικά ή τα ιαπωνικά. Το Op Ed υποστηρίζει ότι τα σύγχρονα chatbots είναι ακριβώς αυτού του είδους. Συμπεραίνει ότι δεν μπορούν να είναι γλωσσικά ικανά με τους ίδιους τρόπους που οι άνθρωποι είναι γλωσσικά ικανοί.

Εφαρμοσμένο ευρύτερα, το επιχείρημα είναι ότι οι άνθρωποι έχουν μια γλωσσική ικανότητα, μια οπτική ικανότητα και αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε εξηγητική ικανότητα, που παρέχουν τα μέσα με τα οποία συνομιλούμε, βλέπουμε και αναπτύσσουμε εξηγήσεις. Αυτές οι ικανότητες μας επιτρέπουν ένα πλούσιο φάσμα ικανοτήτων. Ωστόσο, ως προϋπόθεση για να το κάνουν αυτό, επιβάλλουν επίσης όρια σε άλλες νοητές ικανότητες. Αντίθετα, οι σημερινές τεχνητές νοημοσύνες τα καταφέρνουν εξίσου καλά με γλώσσες που οι άνθρωποι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν, όπως και με αυτές που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Αυτό αποκαλύπτει ότι δεν έχουν τίποτα που να μοιάζει έστω και ελάχιστα με την έμφυτη ανθρώπινη γλωσσική ικανότητα, αφού, αν την είχαν, θα απέκλειε τις μη ανθρώπινες γλώσσες. Αυτό όμως σημαίνει ότι οι τεχνητές νοημοσύνες δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να επιτύχουν ικανότητες τόσο ευρείες, βαθιές και ακόμη και δημιουργικές όσο οι δικές μας, επειδή δεν διαθέτουν ικανότητες με τις ιδιαίτερες περιοριστικές ιδιότητες που έχουν οι δικές μας ικανότητες; Σημαίνει αυτό ότι ό,τι κι αν κάνουν όταν μιλούν προτάσεις, όταν περιγράφουν πράγματα στο οπτικό τους πεδίο ή όταν προσφέρουν εξηγήσεις για γεγονότα για τα οποία τους ρωτάμε -για να μην αναφέρουμε όταν περνούν τις εξετάσεις για το δικηγορικό σώμα στο 90ο εκατοστημόριο ή όταν συνθέτουν κατά παραγγελία λυπητερά ή χαρούμενα, reggae ή rock τραγούδια-, όχι μόνο δεν κάνουν ό,τι κάνουν οι άνθρωποι, αλλά επίσης δεν μπορούν να επιτύχουν αποτελέσματα της ποιότητας που επιτυγχάνουν οι άνθρωποι;

Αν το Op Ed έλεγε ότι οι σημερινές τεχνητές νοημοσύνες δεν έχουν χαρακτηριστικά όπως εμείς, οπότε δεν μπορούν να κάνουν πράγματα όπως εμείς, αυτό θα ήταν μια χαρά. Σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσε να είναι αλήθεια ότι οι τεχνητές νοημοσύνες δεν μπορούν να κάνουν πράγματα τόσο καλά όσο τα κάνουμε εμείς, αλλά θα μπορούσε επίσης να είναι αλήθεια ότι για πολλούς τύπους εξετάσεων, όπως για παράδειγμα τα SATs και οι εξετάσεις για δικηγόρους, μπορούν να ξεπεράσουν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Τι θα συμβεί αύριο με το GPT 4 και σε λίγους μήνες με το GPT 5, ή σε ένα ή δύο χρόνια με τα GPT 6 και 7, πολύ περισσότερο αργότερα με το GPT 10; Τι γίνεται αν, όπως φαίνεται να συμβαίνει, οι σημερινές τεχνητές νοημοσύνες έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά από τους ανθρώπους, αλλά αυτά τα διαφορετικά χαρακτηριστικά τους επιτρέπουν να κάνουν πολλά πράγματα που κάνουμε εμείς διαφορετικά από ό,τι τα κάνουμε εμείς, αλλά εξίσου καλά ή και καλύτερα από ό,τι τα κάνουμε εμείς;

Το λογικό πρόβλημα με το Op Ed είναι ότι φαίνεται να υποθέτει ότι μόνο οι ανθρώπινες μέθοδοι μπορούν, σε πολλές περιπτώσεις, να επιτύχουν αποτελέσματα ανθρώπινου επιπέδου. Το πρακτικό πρόβλημα είναι ότι το Op Ed μπορεί να κάνει πολλούς ανθρώπους να σκεφτούν ότι τίποτα πολύ σημαντικό δεν συμβαίνει ή δεν θα μπορούσε καν να συμβαίνει, χωρίς καν να εξετάσουν τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Τι γίνεται όμως αν συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικό; Και αν ναι, έχει σημασία;

Αν το Op Ed επικεντρώθηκε μόνο στο ερώτημα “είναι η σύγχρονη τεχνητή νοημοσύνη έξυπνη με τον ίδιο τρόπο που είναι έξυπνοι οι άνθρωποι”, η απάντηση των συγγραφέων είναι όχι, και σε αυτό έχουν σίγουρα δίκιο. Το ότι οι συγγραφείς τονίζουν στη συνέχεια ότι “φοβούνται ότι το πιο δημοφιλές και μοντέρνο στέλεχος της τεχνητής νοημοσύνης – η μηχανική μάθηση – θα υποβαθμίσει την επιστήμη μας και θα εξευτελίσει την ηθική μας, ενσωματώνοντας στην τεχνολογία μας μια θεμελιωδώς λανθασμένη αντίληψη για τη γλώσσα και τη γνώση”, είναι επίσης δίκαιο. Ομοίως, είναι αλήθεια ότι όταν τα τρέχοντα προγράμματα περάσουν το τεστ Τούρινγκ, αν δεν το έχουν ήδη κάνει, αυτό δεν θα σημαίνει ότι σκέφτονται και μιλούν με τον ίδιο τρόπο που σκεφτόμαστε εμείς ή ότι ο τρόπος με τον οποίο πέρασαν το τεστ θα μας πει κάτι για το πώς συνομιλούμε ή σκεφτόμαστε. Αλλά το ότι θα περάσουν το τεστ θα μας πει ότι δεν μπορούμε πλέον να ακούσουμε ή να διαβάσουμε τα λόγια τους και από αυτό και μόνο να διακρίνουμε τις σκέψεις και τα λόγια τους από τις δικές μας σκέψεις και λόγια. Αλλά θα έχει σημασία αυτό;

Το δοκίμιο των Chomsky, Roberts και Watumull φαίνεται να υπονοεί ότι η μεθοδολογική διαφορά της τεχνητής νοημοσύνης από τις ανθρώπινες ικανότητες σημαίνει ότι αυτά που μπορούν να κάνουν τα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης θα είναι σοβαρά περιορισμένα σε σύγκριση με αυτά που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι. Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι αυτά που μπορεί να κάνει η ΤΝ μπορεί να είναι ελάχιστα χρήσιμα (ή να καταχρηστούν), αλλά προσθέτουν ότι δεν συμβαίνει τίποτα το πολύ συγκρίσιμο με την ανθρώπινη νοημοσύνη ή δημιουργικότητα. Η γνωστική επιστήμη δεν προοδεύει και μπορεί να οπισθοχωρήσει. Οι τεχνητές νοημοσύνες μπορούν να ξεπεράσουν κατά κράτος κάθε άνθρωπο πάνω σε μια σκακιέρα. Ναι, αλλά και τι έγινε; Αυτές οι απορρίψεις είναι αρκετά δίκαιες, αλλά μήπως το γεγονός ότι η σημερινή ΤΝ παράγει κείμενο, εικόνες, λογισμικό, συμβουλές, ιατρική περίθαλψη, απαντήσεις σε εξετάσεις ή οτιδήποτε άλλο με διαφορετικό τρόπο από ό,τι οι άνθρωποι φτάνουν σε πολύ παρόμοιες εκροές σημαίνει ότι η σημερινή ΤΝ δεν έφτασε καθόλου εκεί; Το γεγονός ότι η σημερινή ΤΝ λειτουργεί διαφορετικά από ό,τι εμείς σημαίνει κατ’ ανάγκη, ιδίως, ότι δεν μπορεί να επιτύχει γλωσσικά αποτελέσματα όπως αυτά που επιτυγχάνουμε εμείς; Το γεγονός ότι μια τεχνητή νοημοσύνη είναι σε θέση να κατανοεί μη ανθρώπινες γλώσσες σημαίνει αναγκαστικά ότι η τεχνητή νοημοσύνη δεν μπορεί να υπερβεί τις ανθρώπινες ικανότητες στις ανθρώπινες γλώσσες ή σε άλλους τομείς;

Τα προγράμματα που είναι ικανά να εκτελούν γλωσσικές εργασίες βασισμένες στην πληροφορία είναι πολύ διαφορετικά, πιστεύουμε, από τα τρακτέρ που μπορούν να σηκώσουν μεγαλύτερο βάρος από τους ανθρώπους, ή τις αριθμομηχανές χειρός που μπορούν να χειριστούν αριθμούς καλύτερα από τους ανθρώπους. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αφαιρέσει διάφορα καθήκοντα από τους ανθρώπους. Σε περιπτώσεις επαχθών, μη ελκυστικών καθηκόντων, αυτό θα μπορούσε να είναι κοινωνικά επωφελές, αν υποθέσουμε ότι κατανέμουμε δίκαια την εναπομένουσα εργασία. Τι γίνεται όμως όταν οι καπιταλιστικές προτεραιότητες επιβάλλουν κλιμακούμενη ανεργία; Το γεγονός ότι η OpenAI και άλλες καπιταλιστικές εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης εκμεταλλεύονται φτηνά εργατικά χέρια από το εξωτερικό για να βάζουν ετικέτες σε εικόνες για την οπτική εκπαίδευση της τεχνητής νοημοσύνης δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει. Αλλά ίσως εξίσου κοινωνικά σημαντικό, τι γίνεται με τις ψυχολογικές επιπτώσεις της ανάπτυξης της ΤΝ;

Καθώς οι μηχανές γίνονταν όλο και πιο ικανές να σηκώνουν για εμάς, οι άνθρωποι γίνονταν όλο και λιγότερο ικανοί να σηκώνουν. Καθώς οι μηχανές γίνονταν πιο ικανές να εκτελούν μαθηματικούς υπολογισμούς για εμάς, οι άνθρωποι γίνονταν λιγότερο ικανοί να εκτελούν μαθηματικούς υπολογισμούς. Η απώλεια κάποιας προσωπικής ικανότητας ή κλίσης να σηκώνουν ή να υπολογίζουν δεν ήταν κάτι το σπουδαίο. Τα οφέλη υπερέβαιναν τα ελλείμματα. Ακόμα και τα προγράμματα που κυριολεκτικά νίκησαν τους καλύτερους ανθρώπινους παίκτες στο σκάκι, το γκο, τα βιντεοπαιχνίδια και το πόκερ (αν και τα προγράμματα δεν παίζουν με τον τρόπο που παίζουν οι άνθρωποι), είχαν μόνο μια φευγαλέα ψυχολογική επίδραση. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να κάνουν αυτά τα πολύ ανθρώπινα πράγματα. Οι άνθρωποι μαθαίνουν ακόμη και μελετώντας τα παιχνίδια που παίζουν τα προγράμματα – αν και όχι αρκετά ώστε να γίνουν τόσο καλοί όσο τα προγράμματα. Τι θα συμβεί όμως αν η τεχνητή νοημοσύνη γίνει ικανή να γράφει γράμματα καλύτερα από τους ανθρώπους, να γράφει δοκίμια καλύτερα, να συνθέτει μουσική καλύτερα, να σχεδιάζει ημερήσιες διατάξεις καλύτερα, να γράφει λογισμικό καλύτερα, να παράγει εικόνες καλύτερα, να απαντά σε ερωτήσεις καλύτερα, να κατασκευάζει ταινίες καλύτερα, να σχεδιάζει κτίρια καλύτερα, να διδάσκει καλύτερα, να συνομιλεί καλύτερα και ίσως ακόμη και να παρέχει φροντίδα ηλικιωμένων, φροντίδα παιδιών, ιατρικές διαγνώσεις, ακόμη και ψυχολογική συμβουλευτική καλύτερα – ή, σε κάθε περίπτωση, ξεχάστε ότι τα προγράμματα γίνονται καλύτερα από εμάς, τι θα συμβεί όταν τα προγράμματα λειτουργήσουν αρκετά καλά ώστε να είναι κερδοφόρα υποκατάστατα για να κάνουν οι άνθρωποι τέτοια πράγματα;

Δεν πρόκειται αποκλειστικά για την αύξηση της ανεργίας με όλες τις καταστροφικές της συνέπειες. Αυτό είναι αρκετά ανησυχητικό, αλλά ένα σημαντικό μέρος αυτού που κάνει τους ανθρώπους ανθρώπους ανθρώπους είναι να ασχολούνται με τη δημιουργική εργασία. Θα περιοριστεί η σφαίρα της διαθέσιμης δημιουργικής εργασίας από την τεχνητή νοημοσύνη, έτσι ώστε μόνο λίγες ιδιοφυΐες θα είναι σε θέση να την κάνουν, όταν η τεχνητή νοημοσύνη αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφής, της θεραπείας, της σύνθεσης, του καθορισμού της ατζέντας κ.λπ. Είναι λάθος να σκεφτούμε ότι σε αυτή την περίπτωση αυτό από το οποίο θα παραμεριστούν οι άνθρωποι θα μπορούσε να αφήσει τους ανθρώπους λιγότερο ανθρώπινους;

Το Op Ed υποστηρίζει ότι η τεχνητή νοημοσύνη κάνει τώρα και ίσως πάντα θα κάνει πράγματα που προσδιορίζονται από τον άνθρωπο θεμελιωδώς διαφορετικά από ό,τι τα κάνει ο άνθρωπος. Αυτό όμως συνεπάγεται, όπως πιστεύουμε ότι πολλοί αναγνώστες των Times θα πιστεύουν, ότι οι τεχνητές νοημοσύνες δεν θα κάνουν τέτοια πράγματα το ίδιο καλά ή και καλύτερα από τους περισσότερους ή ίσως και από όλους τους ανθρώπους. Θα μπορέσουν οι τεχνητές νοημοσύνες να προσομοιώσουν τα ανθρώπινα συναισθήματα και την τόσο σημαντική ανθρώπινη αυθεντικότητα στα τραγούδια και τους πίνακες που φτιάχνουν; Ίσως όχι, αλλά ακόμη και αν αγνοήσουμε την πιθανότητα οι ΤΝ να χρησιμοποιηθούν ρητά για κακό, οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν εγείρουν εξαιρετικά επακόλουθα και ακόμη και επείγοντα ερωτήματα; Θα έπρεπε να επιδιώκουμε την τεχνητή νοημοσύνη με τους σημερινούς ιλιγγιώδεις ρυθμούς μας;

Φυσικά, όταν οι ΤΝ χρησιμοποιούνται για να εξαπατούν και να χειραγωγούν, να διαπράττουν απάτες, να κατασκοπεύουν, να χακάρουν και να σκοτώνουν, μεταξύ άλλων κακόβουλων δυνατοτήτων, τόσο το χειρότερο. Για να μην αναφέρουμε, αν οι ΤΝ γίνουν αυτόνομες με αυτές τις αντικοινωνικές ατζέντες. Ακόμα και χωρίς να βλέπουμε καθηγητές να λένε ότι οι ΤΝ ήδη περνούν εξετάσεις μεταπτυχιακού επιπέδου, ακόμα και χωρίς να βλέπουμε προγραμματιστές να λένε ότι οι ΤΝ ήδη βγάζουν κώδικα γρηγορότερα και ακριβέστερα από ό,τι μπορούν αυτοί και οι προγραμματιστές φίλοι τους, και ακόμα και χωρίς να βλέπουμε ΤΝ να συνομιλούν ήδη ακουστικά με τους μηχανικούς τους για οτιδήποτε, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και των “συναισθημάτων” και των “κινήτρων” τους, θα έπρεπε να είναι σαφές ότι η ΤΝ μπορεί να έχει πολύ ισχυρές κοινωνικές επιπτώσεις, ακόμα και αν οι μέθοδοί της ρίχνουν μηδενικό φως στον τρόπο λειτουργίας των ανθρώπων.

Μια άλλη παρατήρηση του Op Ed των Times είναι ότι οι τεχνητές νοημοσύνες του σημερινού είδους δεν έχουν καμία σχέση με την ανθρώπινη ηθική ικανότητα. Είναι αλήθεια, αλλά αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να έχουν ηθικά καθοδηγούμενα αποτελέσματα; Θα στοιχηματίζαμε, αντίθετα, ότι τα προγράμματα ΤΝ μπορούν και σε πολλές περιπτώσεις ήδη ενσωματώνουν ηθικούς κανόνες και νόρμες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι φτωχοί πληθυσμοί εκμεταλλεύονται οικονομικά και ψυχολογικά για να χαρακτηρίσουν αμέτρητα παραδείγματα πορνό ως πορνό -εκμεταλλευτική ανηθικότητα στην υπηρεσία τίνος, της ηθικής ή απλώς της ψεύτικης ευπρέπειας; Το πρόβλημα είναι, ποιος καθορίζει ποιους ηθικούς κώδικες που θα ενσωματώσει η τεχνητή νοημοσύνη θα προωθήσει και θα εμποδίσει; Στις σημερινές ΤΝ, ένας τέτοιος κώδικας είτε θα είναι προγραμματισμένος είτε θα μαθαίνεται με εκπαίδευση σε ανθρώπινα παραδείγματα. Αν είναι προγραμματισμένος, ποιος θα αποφασίσει για το περιεχόμενό του; Αν μαθαίνεται από παραδείγματα, ποιος θα επιλέγει τα παραδείγματα; Επομένως, το ζήτημα δεν είναι ότι η τεχνητή νοημοσύνη δεν έχει αναπόφευκτα ηθική. Το ζήτημα είναι ότι η ΤΝ μπορεί να έχει κακή ηθική και να διαιωνίζει προκαταλήψεις όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός ή ο ταξισμός που μαθαίνονται είτε από τους προγραμματιστές είτε από παραδείγματα εκπαίδευσης.

Ακόμα και όσον αφορά μια γλωσσική σχολή, όπως αναφέρει το Op Ed σίγουρα δεν υπάρχει μια σαν τη δική μας στην τρέχουσα ΤΝ. Είναι όμως η δική μας το μόνο είδος σχολής που μπορεί να διατηρήσει τη χρήση της γλώσσας; Είτε η ανθρώπινη γλωσσική ικανότητα προέκυψε από ένα εκατομμύριο χρόνια αργής εξέλιξης, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι που ακούνε γι’ αυτά τα πράγματα, είτε προέκυψε συντριπτικά σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από μια τυχερή μετάλλαξη και στη συνέχεια υπέστη μόνο μια αρκετά μέτρια περαιτέρω εξέλιξη ενώ εξαπλώθηκε ευρέως, όπως υποστηρίζει πειστικά ο Τσόμσκι, σίγουρα υπάρχει. Και είναι σίγουρα θεμελιώδες για την ανθρώπινη γλώσσα. Γιατί όμως το πλήρως εκπαιδευμένο νευρωνικό δίκτυο μιας τεχνητής νοημοσύνης δεν είναι μια γλωσσική ικανότητα, έστω και διαφορετική από τη δική μας; Παράγει πρωτότυπο κείμενο. Απαντά σε ερωτήματα. Είναι γραμματικό. Σε λίγο καιρό (αν όχι ήδη) θα συνομιλεί καλύτερα από τους περισσότερους ανθρώπους. Μπορεί μάλιστα να τα κάνει όλα αυτά σε διάφορα στυλ. Απαντήστε στο ερώτημά μου σχετικά με την κβαντομηχανική ή τον ανταγωνισμό της αγοράς, παρακαλώ. Απαντήστε όπως ο Χέμινγουεϊ. Απαντήστε όπως ο Faulkner. Απαντήστε σαν τον Ντίλαν. Γιατί, λοιπόν, δεν είναι και αυτή μια γλωσσική σχολή -αν και σε αντίθεση με την ανθρώπινη και που παράγεται όχι από εκτεταμένη εξέλιξη ή από ραγδαία τύχη, αλλά από την εκπαίδευση ενός γλωσσικού μοντέλου νευρωνικού δικτύου;

Είναι αλήθεια ότι η σημερινή τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να δουλέψει με ανθρώπινες γλώσσες και επίσης, αν υποθέσουμε ότι υπήρχαν επαρκή δεδομένα για την εκπαίδευσή της, με γλώσσες που η ανθρώπινη σχολή δεν μπορεί να καταλάβει. Είναι επίσης αλήθεια ότι μετά από εκπαίδευση, μια τεχνητή νοημοσύνη μπορεί από ορισμένες απόψεις να κάνει πράγματα που η ανθρώπινη γλωσσική ικανότητα δεν θα επέτρεπε. Αλλά γιατί το να μπορεί να εργαστεί με μη ανθρώπινες γλώσσες σημαίνει ότι μια τέτοια σχολή πρέπει να είναι φτωχή όσον αφορά το τι μπορεί να κάνει με τις ανθρώπινες γλώσσες; Η γλωσσική ικανότητα της τεχνητής νοημοσύνης δεν είναι μια απείρως εύπλαστη, άχρηστη λευκή πλάκα. Δεν μπορεί να δουλέψει με καμία γλώσσα στην οποία δεν έχει εκπαιδευτεί. Πράγματι, το μη εκπαιδευμένο νευρωνικό δίκτυο δεν μπορεί να συνομιλήσει σε μια ανθρώπινη γλώσσα ή σε μια μη ανθρώπινη γλώσσα. Αφού εκπαιδευτεί, ωστόσο, η διαφορετική ευελιξία του ως προς το τι καθιστά δυνατό και τι αποκλείει το καθιστά μη γλωσσική ικανότητα; Ή μήπως η διαφορετική ευελιξία του το καθιστά απλώς μη γλωσσική ικανότητα ανθρώπινου τύπου; Και μήπως αυτό έχει σημασία για τις κοινωνικές ανησυχίες σε αντίθεση με τις επιστημονικές;

Παρομοίως, δεν είναι μια ικανότητα της ΤΝ που μπορεί να κοιτάζει σκηνές και να διακρίνει και να περιγράφει τι υπάρχει σε αυτές και μπορεί ακόμη και να αναγνωρίζει αυτό που υπάρχει αλλά είναι εκτός τόπου και χρόνου να βρίσκεται εκεί, και που μπορεί να το κάνει με την ίδια ακρίβεια όπως οι άνθρωποι, ή ακόμη και με μεγαλύτερη ακρίβεια, μια οπτική ικανότητα, αν και πάλι, σίγουρα όχι το ίδιο με μια ανθρώπινη οπτική ικανότητα;

Και ομοίως για μια σχεδιαστική ικανότητα που σχεδιάζει, μια υπολογιστική ικανότητα που υπολογίζει, και ούτω καθεξής. Σίγουρα, παρά την έμπνευση από ανθρώπινες εμπειρίες και στοιχεία, όπως έχουν κάνει οι προγραμματιστές της τεχνητής νοημοσύνης, καμία από αυτές τις ικανότητες της τεχνητής νοημοσύνης δεν μοιάζει πολύ με τις ανθρώπινες εκδοχές. Δεν κάνουν αυτό που κάνουν με τον τρόπο που εμείς οι άνθρωποι κάνουμε αυτό που κάνουμε. Αλλά εκτός αν θέλουμε να πούμε ότι οι ενδεχόμενοι, ιστορικά τυχεροί ανθρώπινοι τρόποι επεξεργασίας πληροφοριών είναι οι μόνοι τρόποι επεξεργασίας πληροφοριών που μπορούν να χειριστούν τη γλώσσα τόσο έξυπνα όσο οι άνθρωποι, και είναι οι μόνοι τρόποι επεξεργασίας πληροφοριών που μπορούν όχι μόνο να παράγουν και να προβλέπουν αλλά και να εξηγούν, δεν βλέπουμε γιατί οι αληθινές παρατηρήσεις ότι η σημερινή ΤΝ δεν μας διδάσκει τίποτα για το πώς λειτουργούν οι άνθρωποι υπονοούν ότι η σημερινή ΤΝ δεν μπορεί σε δύο ή πέντε, ή δέκα ή είκοσι χρόνια να είναι διακριτή από την ανθρώπινη νοημοσύνη, αν και να προέρχεται διαφορετικά από την ανθρώπινη νοημοσύνη.

Επιπλέον, τι μετράει ως νοημοσύνη; Τι μετράει ως δημιουργικότητα και παροχή εξηγήσεων; Τι μετράει ως κατανόηση; Κοιτάζοντας τις τρέχουσες αναφορές, βίντεο κ.λπ., ακόμη και αν περιέχουν ένα σωρό διαφημιστικά μηνύματα που αποσκοπούν στο κέρδος, όπως είμαστε βέβαιοι ότι συμβαίνει, πιστεύουμε ότι τα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης σε ορισμένους τομείς (π.χ. παίζοντας πολύπλοκα παιχνίδια, αναδιπλώνοντας πρωτεΐνες και βρίσκοντας μοτίβα σε μάζες δεδομένων) τα καταφέρνουν ήδη καλύτερα από τους ανθρώπους που είναι καλύτεροι σε αυτές τις επιδιώξεις, και ήδη τα καταφέρνουν καλύτερα από τους περισσότερους ανθρώπους, σε πολλούς ακόμη τομείς.

Για παράδειγμα, πόσοι άνθρωποι μπορούν να παράγουν έργα τέχνης καλύτερα από τις σημερινές τεχνητές νοημοσύνες; Εμείς σίγουρα δεν μπορούμε. Πόσοι καλλιτέχνες μπορούν να το κάνουν αυτό ακόμη και σήμερα, πόσο μάλλον σε ένα χρόνο από τώρα; Ένας πανέξυπνος φίλος μου είπε μόλις χθες ότι έπρεπε να γράψει μια πολύπλοκη επιστολή για τη δουλειά του. Ζήτησε από το chatGPT να το κάνει. Μέσα σε ένα μακρύ ανοιγοκλείσιμο των ματιών το είχε. Είπε ότι ήταν άψογο και παραδέχτηκε ότι ήταν καλύτερο από ό,τι θα παρήγαγε ο ίδιος. Και αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι έχει γράψει εκατοντάδες επιστολές. Δεν είναι αυτό κοινωνικά πιο ανησυχητικό από ό,τι όταν πριν από δεκαετίες οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά μια φωτογραφική μηχανή, έναν επεξεργαστή κειμένου, ένα λογιστικό φύλλο ή έναν ορθογραφικό έλεγχο; Είναι αυτό απλώς ένα ακόμη παράδειγμα της τεχνολογίας που κάνει κάποιες εργασίες ευκολότερες; Οι Τεχνητές Νοημοσύνες που ήδη κάνουν ένα σωρό εργασίες που προηγουμένως θεωρούνταν καθαρά ανθρώπινες μετράνε ως απόδειξη ότι οι Τεχνητές Νοημοσύνες μπορούν να κάνουν τόσα πολλά και πιθανότατα πολύ περισσότερα; Ή, παραδόξως, αυτό που κάνουν μετράει ως απόδειξη ότι δεν θα μπορέσουν ποτέ να κάνουν τόσα πολλά ή περισσότερα;

Ανησυχούμε ότι το να απορρίπτουμε τη σημασία των σημερινών ΤΝ επειδή δεν ενσωματώνουν ανθρώπινους μηχανισμούς κινδυνεύει να συσκοτίσει ότι η ΤΝ έχει ήδη εκτεταμένες κοινωνικές επιπτώσεις που θα έπρεπε να μας απασχολούν για πρακτικούς, ψυχολογικούς και ίσως για λόγους ασφαλείας. Ανησυχούμε ότι μια τέτοια απόρριψη μπορεί να σημαίνει ότι οι ΤΝ δεν χρειάζονται πολύ ουσιαστική ρύθμιση. Είχαμε αποτελεσματικά μορατόριουμ για την κλωνοποίηση ανθρώπων, μεταξύ άλλων χρήσεων της τεχνολογίας. Το παράθυρο για τη ρύθμιση της ΤΝ, ωστόσο, κλείνει γρήγορα. Ανησυχούμε ότι το ζητούμενο δεν είναι τόσο να διαλύσουμε την υπερβολική διαφημιστική εκστρατεία για την ΤΝ όσο να αναγνωρίσουμε τις αυξανόμενες δυνατότητες της ΤΝ και να κατανοήσουμε όχι μόνο τα πιθανά οφέλη της αλλά και τους επικείμενους και μακροπρόθεσμους κινδύνους της, ώστε να μπορέσουμε να σκεφτούμε πώς θα τη ρυθμίσουμε αποτελεσματικά. Ανησυχούμε ότι το πραγματικά πιεστικό ρυθμιστικό έργο θα μπορούσε να υπονομευθεί με το να αποκαλείται αυτό που συμβαίνει “επιφανειακό και αμφίβολο” ή “λογοκλοπή υψηλής τεχνολογίας”, ώστε να αντιμετωπιστεί η διαφημιστική εκστρατεία.

Είναι επείγουσα η έξυπνη ρύθμιση; Για εμάς, είναι προφανές ότι είναι. Και βλέπουμε αντίθετα μια ιλιγγιώδη πρόοδο; Για εμάς, φαίνεται προφανές ότι το κάνουμε. Η ανθρώπινη εφευρετικότητα μπορεί να δημιουργήσει μεγάλα άλματα που μοιάζουν με μαγεία και ακόμη και να προκαλέσουν φαινομενικά θαύματα. Ο καπιταλισμός που δεν αντιστέκεται μπορεί να μετατρέψει ακόμα και μεγάλα άλματα σε πόνο και φρίκη. Για να το αποφύγουμε αυτό, χρειαζόμαστε σκέψη και ακτιβισμό που κερδίζει ρυθμίσεις.

Τεχνολογίες όπως το ChatGPT δεν υπάρχουν στο κενό. Υπάρχουν μέσα στις κοινωνίες και στους πολιτικούς, οικονομικούς, κοινοτικούς και συγγενικούς θεσμούς που τις καθορίζουν.

Οι ΗΠΑ βρίσκονται εν μέσω μιας κρίσης ψυχικής υγείας με σχεδόν όλες τις μετρήσεις της ψυχικής υγείας να έχουν ξεπεράσει κάθε όριο: Οι αυτοκτονίες και οι “θάνατοι από απελπισία” βρίσκονται σε ιστορικά επίπεδα. Η αποξένωση, το στρες, το άγχος και η μοναξιά είναι ανεξέλεγκτα. Σύμφωνα με το Stress in America της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας, οι πρωταρχικοί παράγοντες της κατάρρευσής μας είναι συστημικοί: οικονομικό άγχος, συστημικές καταπιέσεις, αποξένωση από τους πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς μας θεσμούς. Ο καπιταλισμός μας ατομικοποιεί. Στη συνέχεια, εμπορευματοποιεί τις ουσιαστικές συνδέσεις σε ανούσιες.

Οι αλγόριθμοι των μέσων κοινωνικής δικτύωσης υπολογίζουν το σωστό χτύπημα που ποτέ δεν ικανοποιεί πραγματικά. Μας κρατούν να ψάχνουμε για περισσότερα. Με τον ίδιο τρόπο που τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης είναι σχεδιασμένα να προκαλούν εθισμό μέσω του περιεχομένου που δημιουργούν οι χρήστες, το γλωσσικό μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης έχει τη δυνατότητα να είναι πολύ πιο εθιστικό και επιζήμιο. Ιδιαίτερα για ευάλωτους πληθυσμούς, η ΤΝ μπορεί να ρυθμιστεί ώστε να μαθαίνει και να εκμεταλλεύεται τα τρωτά σημεία του κάθε ατόμου – δημιουργώντας περιεχόμενο, ακόμη και στυλ παρουσίασης, ειδικά για να προσελκύσει τους χρήστες.

Σε μια κοινωνία με ανεξέλεγκτη αποξένωση, η ΤΝ μπορεί να εκμεταλλευτεί την ανάγκη μας για σύνδεση. Φανταστείτε εκατομμύρια ανθρώπους που είναι συνδεδεμένοι σε συνδρομητικές υπηρεσίες ΤΝ και αναζητούν απεγνωσμένα σύνδεση. Το κίνητρο του κέρδους θα δώσει κίνητρο στις εταιρείες ΤΝ όχι μόνο να προσελκύουν όλο και περισσότερους χρήστες, αλλά και να τους κρατούν να επιστρέφουν.

Μόλις συνδεθούν, οι δυνατότητες παραπληροφόρησης και προπαγάνδας ξεπερνούν κατά πολύ ακόμη και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αν η τεχνητή νοημοσύνη αντικαταστήσει την ανθρώπινη εργασία σε τομείς που καθορίζονται από τον άνθρωπο, τι μένει τότε από το “να είσαι άνθρωπος”; Περιμένοντας την καθοδήγηση της ΤΝ; Να περιμένουμε εντολές της ΤΝ;

Η σαφήνεια σχετικά με το τι πρέπει να γίνει μπορεί να προκύψει μόνο από την περαιτέρω κατανόηση του τι συμβαίνει. Αλλά ακόμη και μετά από λίγους μήνες εμπειριών από την ΤΝ, οι προτάσεις για ελάχιστες ρυθμίσεις φαίνονται αρκετά εύκολα να προκύπτουν. Για παράδειγμα:

Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης το 2011, ο Julian Assange έκανε μια οξυδερκή παρατήρηση σχετικά με τον ρόλο αυτού που αποκάλεσε “αντιληπτούς ηθικούς θεσμούς” της κοινωνίας, όπως τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης:

Αυτό που κινεί μια εφημερίδα όπως o Guardian ή οι New York Times δεν είναι οι εσωτερικές ηθικές αξίες τους. Είναι απλώς ότι έχουν μια αγορά. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπάρχει μια αγορά που ονομάζεται “μορφωμένοι φιλελεύθεροι”. Οι μορφωμένοι φιλελεύθεροι θέλουν να αγοράσουν μια εφημερίδα όπως ο Guardian, και επομένως δημιουργείται ένας θεσμός που εκπληρώνει αυτή την αγορά… Αυτό που υπάρχει στην εφημερίδα δεν αντικατοπτρίζει τις αξίες των ανθρώπων του θεσμού αυτού, αλλά τη ζήτηση της αγοράς”.

Ο Assange πιθανώς απέκτησε αυτή τη διορατικότητα μετά τη στενή συνεργασία του το προηγούμενο έτος και με τις δύο εφημερίδες σχετικά με τα αρχεία καταγραφής του πολέμου στο Αφγανιστάν και το Ιράκ.

Ένα από τα λάθη που συνήθως κάνουμε σχετικά με τα “mainstream μέσα ενημέρωσης” είναι ότι φανταζόμαστε πως εξελίχθηκαν με κάποιο είδος σταδιακής διαδικασίας από κάτω προς τα πάνω. Ενθαρρυνόμαστε να υποθέσουμε ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα στοιχείο εθελοντικής ένωσης στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι εκδόσεις των μέσων ενημέρωσης.

Στην απλούστερη περίπτωση, φανταζόμαστε ότι δημοσιογράφοι με φιλελεύθερη ή αριστερή οπτική έλκονται από άλλους δημοσιογράφους με παρόμοια οπτική και μαζί παράγουν μια φιλελεύθερη-αριστερή εφημερίδα. Μερικές φορές φανταζόμαστε ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει μεταξύ δεξιών δημοσιογράφων και δεξιών εφημερίδων.

Όλα αυτά απαιτούν να αγνοήσουμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο: τους δισεκατομμυριούχους ιδιοκτήτες. Ακόμη και αν σκεφτούμε αυτούς τους ιδιοκτήτες – και γενικά αποθαρρυνόμαστε να το κάνουμε – τείνουμε να υποθέσουμε ότι ο ρόλος τους είναι κυρίως να παρέχουν τη χρηματοδότηση για αυτές τις ελεύθερες ασκήσεις δημοσιογραφικής συνεργασίας.

Για τον λόγο αυτό, συμπεραίνουμε ότι τα μέσα ενημέρωσης αντιπροσωπεύουν την κοινωνία: προσφέρουν μια αγορά σκέψης και έκφρασης στην οποία οι ιδέες και οι απόψεις ευθυγραμμίζονται με το πώς αισθάνεται η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων. Εν ολίγοις, τα μέσα ενημέρωσης αντανακλούν ένα φάσμα αποδεκτών ιδεών, αντί να καθορίζουν και να επιβάλλουν αυτό το φάσμα.

Επικίνδυνες ιδέες

Φυσικά, αν σταθούμε και το σκεφτούμε, αυτές οι υποθέσεις είναι γελοίες. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποτελούνται από μέσα που ανήκουν και εξυπηρετούν τα συμφέροντα δισεκατομμυριούχων και μεγάλων εταιρειών – ή, στην περίπτωση του BBC, ενός ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού που εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την κρατική γενναιοδωρία.

Επιπλέον, σχεδόν όλα τα εταιρικά μέσα ενημέρωσης χρειάζονται διαφημιστικά έσοδα από άλλες μεγάλες εταιρείες για να μην αιμορραγούν οικονομικά. Δεν υπάρχει τίποτα από κάτω προς τα πάνω σε αυτή τη ρύθμιση. Είναι εξ ολοκλήρου από πάνω προς τα κάτω.

Οι δημοσιογράφοι λειτουργούν μέσα σε ιδεολογικές παραμέτρους που καθορίζονται αυστηρά από τον ιδιοκτήτη του μέσου τους. Τα μέσα ενημέρωσης δεν αντικατοπτρίζουν την κοινωνία. Αντικατοπτρίζουν τα συμφέροντα μιας μικρής ελίτ και του κράτους εθνικής ασφάλειας που προωθεί και προστατεύει αυτή την ελίτ.

Αυτές οι παράμετροι είναι αρκετά ευρείες, ώστε να επιτρέπουν κάποια διαφωνία – ακριβώς όσο χρειάζεται για να κάνουν τα δυτικά μέσα ενημέρωσης να φαίνονται δημοκρατικά. Αλλά οι παράμετροι είναι αρκετά στενές, ώστε να περιορίζουν το ρεπορτάζ, την ανάλυση και τη γνώμη, ώστε οι επικίνδυνες ιδέες (επικίνδυνες για την κρατική-επιχειρηματική εξουσία) σχεδόν ποτέ να μην παίρνουν θέση. Για να το θέσουμε ωμά, ο πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης είναι το φάσμα της επιτρεπτής σκέψης στους κόλπους της εξουσιαστικής ελίτ.

Αν αυτό δεν φαίνεται προφανές, ίσως βοηθήσει να σκεφτούμε τα μέσα ενημέρωσης περισσότερο σαν οποιαδήποτε άλλη μεγάλη εταιρεία – όπως μια αλυσίδα σούπερ μάρκετ, για παράδειγμα.

Τα σούπερ μάρκετ είναι μεγάλοι χώροι που μοιάζουν με αποθήκες, οι οποίοι διαθέτουν ένα ευρύ φάσμα αγαθών, ένα φάσμα παρόμοιο σε όλες τις αλυσίδες, το οποίο όμως διακρίνεται από μικρές διαφοροποιήσεις στην τιμολόγηση και το branding.

Παρά την ουσιαστική αυτή ομοιότητα, κάθε αλυσίδα σούπερ μάρκετ προωθεί τον εαυτό της ως ριζικά διαφορετικό από τους ανταγωνιστές της. Είναι εύκολο να πέσει κανείς σε αυτό το κόλπο, και οι περισσότεροι από εμάς το κάνουμε: στον βαθμό που αρχίζουμε να ταυτιζόμαστε με ένα σούπερ μάρκετ έναντι των άλλων, πιστεύοντας ότι μοιράζεται τις αξίες μας, ότι ενσαρκώνει τα ιδανικά μας, ότι επιδιώκει πράγματα που μας είναι πολύτιμα.

Όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της Waitrose και της Tesco στο Ηνωμένο Βασίλειο ή της Whole Foods και της Walmart στις Η.Π.Α. Αλλά αν προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε σε τι καταλήγει αυτή η διαφορά, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε – πέρα από τις ανταγωνιστικές στρατηγικές μάρκετινγκ και τη στόχευση διαφορετικών αγοραστικών ομάδων.

Όλα τα σούπερ μάρκετ μοιράζονται μια βασική καπιταλιστική ιδεολογία. Όλα καθοδηγούνται παθολογικά από την ανάγκη να παράγουν κέρδη. Όλα προσπαθούν να τροφοδοτήσουν τον άπληστο καταναλωτισμό των πελατών τους. Όλα δημιουργούν υπερβολική ζήτηση και σπατάλες. Όλα εξωτερικεύουν τα κόστη τους στην ευρύτερη κοινωνία.

Αιχμαλωτίζοντας αναγνώστες

Οι εκδόσεις των μέσων ενημέρωσης είναι περίπου το ίδιο. Είναι εκεί για να κάνουν ουσιαστικά το ίδιο πράγμα, αλλά μπορούν να εκμεταλλευτούν την ομοιότητά τους μόνο παρουσιάζοντάς την – με το μάρκετινγκ – ως διαφορά. Διαφοροποιούνται όχι επειδή είναι διαφορετικά, αλλά επειδή, για να είναι αποτελεσματικά (αν και όχι πάντα κερδοφόρα), πρέπει να προσεγγίζουν και να αιχμαλωτίζουν διαφορετικές δημογραφικές ομάδες.

Τα σούπερ μάρκετ το κάνουν αυτό μέσω διαφορετικών εμφάσεων: είναι η Coca-Cola ή το κρασί που χρησιμεύει ως loss-leader; Πρέπει να τονίζονται τα πράσινα διαπιστευτήρια και η καλή μεταχείριση των ζώων έναντι της σχέσης ποιότητας-τιμής; Δεν διαφέρει με τα μέσα ενημέρωσης: τα μέσα αυτοχαρακτηρίζονται ως φιλελεύθερα ή συντηρητικά, με το μέρος της μεσαίας τάξης ή του ανειδίκευτου εργάτη, ως προκλητικά προς τους ισχυρούς ή ως έχοντα σεβασμό προς αυτούς.

Το βασικό καθήκον ενός σούπερ μάρκετ είναι να δημιουργήσει αφοσίωση από ένα τμήμα του αγοραστικού κοινού, ώστε να εμποδίσει τους πελάτες αυτούς να στραφούν σε άλλες αλυσίδες. Παρομοίως, ένα μέσο ενημέρωσης ενισχύει ένα υποτιθέμενο σύνολο κοινών αξιών μεταξύ μιας συγκεκριμένης δημογραφικής ομάδας για να εμποδίσει τους αναγνώστες να αναζητήσουν αλλού τις ειδήσεις, τις αναλύσεις και τα σχόλιά τους.

Ο στόχος των εταιρικών μέσων ενημέρωσης δεν είναι η αποκάλυψη της αλήθειας. Δεν είναι η παρακολούθηση των κέντρων εξουσίας. Είναι η αιχμαλωσία των αναγνωστών. Στο βαθμό που ένα μέσο ενημέρωσης παρακολουθεί την εξουσία, που λέει δύσκολες αλήθειες, είναι επειδή αυτό είναι το σήμα του, αυτό είναι που το κοινό του έχει μάθει να περιμένει από αυτό.

Οι “σωστοί” δημοσιογράφοι

Πώς σχετίζονται όλα αυτά με το σημερινό μας θέμα;

Λοιπόν, δεν είναι λιγότερο από το ότι βοηθά να διευκρινιστεί κάτι που μπερδεύει πολλούς από εμάς. Γιατί οι δημοσιογράφοι δεν έχουν ξεσηκωθεί για να υποστηρίξουν μαζικά τον Τζούλιαν Ασάνζ – ειδικά από τη στιγμή που η Σουηδία απέσυρε τη μεγαλύτερη προκαταρκτική έρευνα στην ιστορία της και έγινε σαφές ότι η δίωξη του Ασάνζ, όπως πάντα προειδοποιούσε, άνοιγε το δρόμο για την έκδοσή του στις ΗΠΑ για την αποκάλυψη των εγκλημάτων πολέμου τους;

Η αλήθεια είναι ότι, αν ο Guardian και οι New York Times φώναζαν για την ελευθερία του Ασάνζ,
αν είχαν ερευνήσει τα κραυγαλέα κενά της σουηδικής υπόθεσης, όπως έκανε ο Νιλς Μέλζερ, ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για τα βασανιστήρια,
* αν φώναζαν για τους κινδύνους που εγκυμονεί το γεγονός ότι επιτρέπουν στις ΗΠΑ να επαναπροσδιορίσουν το βασικό καθήκον της δημοσιογραφίας ως προδοσία σύμφωνα με τον δρακόντειο, αιωνόβιο νόμο περί κατασκοπείας,
* αν είχαν χρησιμοποιήσει τη σημαντική ισχύ μυς και τους πόρους τους για να επιδιώξουν την υποβολή αιτημάτων Ελευθερίας της Πληροφορίας, όπως έκανε η Στεφανία Μαουρίζι με δικά της έξοδα,
* αν είχαν επισημάνει τις ατελείωτες νομικές καταχρήσεις που λαμβάνουν χώρα κατά τη μεταχείριση του Ασάνζ στο Ηνωμένο Βασίλειο,
* αν είχαν αναφέρει (αντί να αγνοούν) τα γεγονότα που ήρθαν στο φως κατά τις ακροάσεις έκδοσης στο Λονδίνο – εν ολίγοις, αν είχαν κρατήσει τη δίωξη του Ασάνζ συνεχώς στο προσκήνιο, αυτός θα ήταν ήδη ελεύθερος.
Οι προσπάθειες των διαφόρων εμπλεκόμενων κρατών να τον εξαφανίσουν σταδιακά την τελευταία δεκαετία θα είχαν καταστεί μάταιες, ακόμη και αυτοϋπονομευτικές.
Σε κάποιο επίπεδο, οι δημοσιογράφοι το καταλαβαίνουν αυτό. Γι’ αυτό ακριβώς προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους, και εσάς, ότι ο Ασάνζ δεν είναι ένας “σωστός” δημοσιογράφος. Γι’ αυτό, λένε στον εαυτό τους, δεν χρειάζεται να δείξουν αλληλεγγύη σε έναν συνάδελφο δημοσιογράφο – ή ακόμα χειρότερα, γιατί είναι εντάξει να ενισχύουν την εκστρατεία δαιμονοποίησης από μέρους του κράτους ασφαλείας.
Με το να αγνοούν τον Ασάνζ, με το να τον αλλοιώνουν, μπορούν να αποφύγουν να σκεφτούν τις διαφορές ανάμεσα σε αυτό που έχει κάνει αυτός και σε αυτό που κάνουν οι ίδιοι. Οι δημοσιογράφοι μπορούν να αποφύγουν να εξετάσουν τον δικό τους ρόλο ως αιχμάλωτοι υπηρέτες της εταιρικής εξουσίας.

Επανάσταση των μέσων ενημέρωσης
Ο Ασάνζ αντιμετωπίζει 175 χρόνια σε φυλακή υψίστης ασφαλείας, όχι για κατασκοπεία αλλά για δημοσιογραφική δημοσίευση. Η δημοσιογραφία δεν απαιτεί κάποιο ειδικό επαγγελματικό προσόν, όπως η χειρουργική του εγκεφάλου και οι μεταβιβάσεις ακινήτων. Δεν εξαρτάται από ακριβείς, αφηρημένες γνώσεις της ανθρώπινης φυσιολογίας ή της νομικής διαδικασίας.

Στην καλύτερη περίπτωση, η δημοσιογραφία είναι απλώς η συλλογή και δημοσίευση πληροφοριών που εξυπηρετούν το “δημόσιο συμφέρον”. Δημόσιο – δηλαδή, εξυπηρετεί εσάς και εμένα. Δεν απαιτεί δίπλωμα. Δεν απαιτεί ένα μεγάλο κτίριο ή έναν πλούσιο ιδιοκτήτη. Ψιθυρίστε το: οποιοσδήποτε από εμάς μπορεί να κάνει δημοσιογραφία. Και όταν το κάνουμε, θα πρέπει να ισχύει η δημοσιογραφική προστασία.

Ο Ασάνζ διέπρεψε στη δημοσιογραφία όσο κανείς άλλος πριν από αυτόν, επειδή επινόησε ένα νέο μοντέλο για να αναγκάσει τις κυβερνήσεις να γίνουν πιο διαφανείς και τους δημόσιους λειτουργούε πιο ειλικρινείς. Γι’ αυτό ακριβώς η ελίτ που ασκεί τη μυστική εξουσία θέλει να καταστραφεί αυτός και το μοντέλο αυτό.

Εάν τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης ήταν πραγματικά οργανωμένα από κάτω προς τα πάνω και όχι από πάνω προς τα κάτω, οι δημοσιογράφοι θα εξοργίζονταν – και θα τρομοκρατούνταν – από τα κράτη που βασανίζουν έναν δικό τους. Θα φοβόντουσαν ειλικρινά ότι μπορεί να αποτελέσουν τον επόμενο στόχο.

Επειδή είναι η πρακτική της καθαρής δημοσιογραφίας που δέχεται επίθεση, όχι ένας μεμονωμένος δημοσιογράφος.

Αλλά οι εταιρικοί δημοσιογράφοι δεν το βλέπουν έτσι. Και για να λέμε την αλήθεια, η εγκατάλειψη του Ασάνζ -η έλλειψη αλληλεγγύης- είναι εξηγήσιμη. Οι δημοσιογράφοι δεν είναι εντελώς παράλογοι.

Τα εταιρικά μέσα ενημέρωσης, ιδίως τα φιλελεύθερα έντυπά τους και οι δημοσιογράφοι-υπηρέτες τους, κατανοούν ότι η επανάσταση των μέσων ενημέρωσης του Ασάνζ -που ενσαρκώνεται από τα WikiLeaks- αποτελεί πολύ μεγαλύτερη απειλή γι’ αυτά από ό,τι το κράτος εθνικής ασφάλειας.

Δύσκολες αλήθειες εν οίκω

Το WikiLeaks προσφέρει ένα νέο είδος πλατφόρμας για τη δημοκρατική δημοσιογραφία, στην οποία η μυστική εξουσία, μαζί με την εγγενή διαφθορά και τα εγκλήματά της, γίνεται πολύ πιο δύσκολο να ασκηθεί. Και ως αποτέλεσμα, οι εταιρικοί δημοσιογράφοι αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν κάποιες δύσκολες εσωτερικές αλήθειες που είχαν αποφύγει μέχρι την εμφάνιση του WikiLeaks.

Πρώτον, η επανάσταση των μέσων ενημέρωσης του WikiLeaks απειλεί να υπονομεύσει τον ρόλο και τα προνόμια του εταιρικού δημοσιογράφου. Οι αναγνώστες δεν χρειάζεται πλέον να εξαρτώνται από αυτούς τους καλοπληρωμένους “διαιτητές της αλήθειας”. Για πρώτη φορά, οι αναγνώστες έχουν άμεση πρόσβαση στις αυθεντικές πηγές, στα αδιαμεσολάβητα έγγραφα.

Οι αναγνώστες δεν χρειάζεται πλέον να είναι παθητικοί καταναλωτές των ειδήσεων. Μπορούν να ενημερώνονται μόνοι τους. Όχι μόνο μπορούν να αποκόψουν τον ενδιάμεσο άνθρωπο – τα εταιρικά μέσα ενημέρωσης – αλλά μπορούν επιτέλους να αξιολογήσουν αν αυτός ο ενδιάμεσος άνθρωπος ήταν απολύτως ειλικρινής μαζί τους.

Αυτά είναι πολύ άσχημα νέα για τους μεμονωμένους εταιρικούς δημοσιογράφους. Στην καλύτερη περίπτωση, τους αφαιρεί κάθε αύρα κύρους και κύρους. Στη χειρότερη περίπτωση, εξασφαλίζει ότι ένα επάγγελμα που ήδη χαίρει χαμηλής εκτίμησης θα θεωρείται ακόμη λιγότερο αξιόπιστο.

Αλλά είναι επίσης πολύ κακά νέα για τους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης. Δεν ελέγχουν πλέον την ατζέντα των ειδήσεων. Δεν μπορούν πλέον να λειτουργούν ως θεσμικοί φύλακες. Δεν μπορούν πλέον να καθορίζουν τα όρια των αποδεκτών ιδεών και απόψεων.

Πρόσβαση στη δημοσιογραφία

Δεύτερον, η επανάσταση των WikiLeaks ρίχνει ένα μη κολακευτικό φως στο παραδοσιακό μοντέλο της δημοσιογραφίας. Δείχνει ότι είναι εγγενώς εξαρτημένο από τη μυστική εξουσία – και επομένως συνεργάσιμο με αυτήν.
Η ζωογόνος δύναμη του μοντέλου WikiLeaks είναι ο πληροφοριοδότης, ο οποίος διακινδυνεύει τα πάντα για να βγάλει στη φόρα πληροφορίες δημοσίου συμφέροντος που οι ισχυροί θέλουν να αποκρύψουν επειδή αποκαλύπτουν διαφθορά, κατάχρηση ή παράβαση του νόμου. Σκεφτείτε την Τσέλσι Μάνινγκ και τον Έντουαρντ Σνόουντεν.

Αντίθετα, το αίμα της εταιρικής δημοσιογραφίας είναι η πρόσβαση. Οι εταιρικοί δημοσιογράφοι κάνουν μια σιωπηρή συναλλαγή: ο εσωτερικός συνεργάτης παραδίδει στον δημοσιογράφο επιλεγμένα αποσπάσματα πληροφοριών που μπορεί να είναι ή να μην είναι αληθινές και που πάντοτε εξυπηρετούν τα συμφέροντα αόρατων δυνάμεων στους διαδρόμους της εξουσίας.

Και για τις δύο πλευρές, η σχέση πρόσβασης εξαρτάται από το να μην ανταγωνιστούν την εξουσία αποκαλύπτοντας τα βαθιά μυστικά της.

Ο insider είναι χρήσιμος για τον δημοσιογράφο μόνο όσο έχει πρόσβαση στην εξουσία. Πράγμα που σημαίνει ότι ο insider σπάνια πρόκειται να προσφέρει πληροφορίες που πραγματικά απειλούν αυτή την εξουσία. Αν το έκαναν, σύντομα θα έμεναν χωρίς δουλειά.

Αλλά για να θεωρηθεί χρήσιμος, ο insider πρέπει να προσφέρει στον δημοσιογράφο πληροφορίες που φαίνονται αποκαλυπτικές, που υπόσχονται για τον δημοσιογράφο επαγγελματική ανέλιξη και βραβεία.

Και οι δύο πλευρές παίζουν ρόλο σε ένα παιχνίδι παρωδίας που εξυπηρετεί τα κοινά συμφέροντα των εταιρικών μέσων ενημέρωσης και της πολιτικής ελίτ.

Στην καλύτερη περίπτωση, η πρόσβαση προσφέρει στους δημοσιογράφους γνώσεις για τα παιχνίδια εξουσίας μεταξύ αντίπαλων ομάδων της ελίτ με αντικρουόμενες ατζέντες – μεταξύ των πιο φιλελεύθερων στοιχείων της ελίτ της εξουσίας και των πιο γερακίστικων στοιχείων.

“Και οι δύο πλευρές παίζουν ρόλο σε ένα παιχνίδι παρωδίας που εξυπηρετεί τα κοινά συμφέροντα των εταιρικών μέσων ενημέρωσης και της πολιτικής ελίτ”.

Το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται πάντοτε μόνο με τον πιο οριακό τρόπο: παίρνουμε μια μερική αίσθηση των διαιρέσεων στο εσωτερικό μιας διοίκησης ή μιας γραφειοκρατίας, αλλά πολύ σπάνια την πλήρη έκταση του τι συμβαίνει.

Για μια σύντομη περίοδο, οι φιλελεύθερες συνιστώσες των εταιρικών μέσων ενημέρωσης αντάλλαξαν την ιστορική τους πρόσβαση για να συμμετάσχουν στην επανάσταση της διαφάνειας του WikiLeaks. Αλλά γρήγορα κατάλαβαν τους κινδύνους του δρόμου που ξεκινούσαν – όπως καθιστά σαφές το απόσπασμα του Assange με το οποίο ξεκινήσαμε.

Μυαλό & Μυς
Θα ήταν μεγάλο λάθος να υποθέσουμε ότι τα εταιρικά μέσα ενημέρωσης αισθάνονται ότι απειλούνται από το WikiLeaks απλώς και μόνο επειδή το τελευταίο έχει κάνει πολύ καλύτερη δουλειά στο να θέτει την εξουσία προ των ευθυνών της από ό,τι τα εταιρικά μέσα ενημέρωσης. Δεν πρόκειται για φθόνο. Πρόκειται για φόβο. Στην πραγματικότητα, το WikiLeaks κάνει ακριβώς αυτό που τα εταιρικά μέσα ενημέρωσης επιθυμούν να μην κάνουν.
Οι δημοσιογράφοι εξυπηρετούν τελικά τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης και των διαφημιστών. Αυτές οι εταιρείες είναι η κρυφή δύναμη που διευθύνει τις κοινωνίες μας. Εκτός από την ιδιοκτησία των μέσων ενημέρωσης, χρηματοδοτούν τους πολιτικούς και χρηματοδοτούν τις δεξαμενές σκέψης που τόσο συχνά υπαγορεύουν τις ειδήσεις και την πολιτική ατζέντα. Οι κυβερνήσεις μας ανακηρύσσουν αυτές τις εταιρείες, ιδίως εκείνες που κυριαρχούν στον χρηματοπιστωτικό τομέα, πολύ μεγάλες για να αποτύχουν. Επειδή η εξουσία στις κοινωνίες μας είναι εταιρική εξουσία.

Οι πυλώνες που στηρίζουν αυτό το σύστημα της μυστικής εξουσίας της ελίτ -αυτοί που το συγκαλύπτουν και το προστατεύουν- είναι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι υπηρεσίες ασφαλείας: το μυαλό και οι μύες. Οι εταιρείες μέσων ενημέρωσης είναι εκεί για να προστατεύουν την εταιρική εξουσία χρησιμοποιώντας ψυχολογική και συναισθηματική χειραγώγηση, όπως ακριβώς και οι υπηρεσίες ασφαλείας είναι εκεί για να την προστατεύουν χρησιμοποιώντας επεμβατική παρακολούθηση και φυσικό εξαναγκασμό.

Το WikiLeaks διαταράσσει αυτή την άνετη σχέση και από τις δύο πλευρές. Απειλεί να τερματίσει το ρόλο των εταιρικών μέσων ενημέρωσης στη διαμεσολάβηση της επίσημης πληροφόρησης, προσφέροντας αντίθετα στο κοινό άμεση πρόσβαση στα επίσημα μυστικά. Και με αυτόν τον τρόπο, τολμά να αποκαλύψει τη δεξιοτεχνία των υπηρεσιών ασφαλείας, καθώς αυτές προβαίνουν στις παρανομίες και τις καταχρήσεις τους, και έτσι να τους επιβάλει ανεπιθύμητο έλεγχο και περιορισμό.

Απειλώντας να φέρει τη δημοκρατική λογοδοσία στα μέσα ενημέρωσης και τις υπηρεσίες ασφαλείας και αποκαλύπτοντας τη μακροχρόνια συμπαιγνία τους, το WikiLeaks ανοίγει ένα παράθυρο για το πόσο απατηλές είναι πραγματικά οι δημοκρατίες μας.

Η κοινή επιθυμία των υπηρεσιών ασφαλείας και των εταιρικών μέσων ενημέρωσης είναι να εξαφανίσουν τον Ασάνζ με την ελπίδα ότι το επαναστατικό μοντέλο δημοσιογραφίας του θα εγκαταλειφθεί ή θα ξεχαστεί οριστικά.

Αυτό δεν θα συμβεί. Η τεχνολογία δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Και πρέπει να συνεχίσουμε να υπενθυμίζουμε στον κόσμο τι πέτυχε ο Ασάνζ και το τρομερό τίμημα που πλήρωσε για το επίτευγμά του.

Αυτό είναι το κείμενο της ομιλίας του συγγραφέα στο #FreeTheTruth: Secret Power, Media Freedom and Democracy, που πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία St Pancras του Λονδίνου, το Σάββατο 28 Ιανουαρίου. Άλλοι ομιλητές ήταν ο πρώην Βρετανός πρέσβης Craig Murray και η Ιταλίδα ερευνητική δημοσιογράφος Stefania Maurizi, συγγραφέας του πρόσφατου βιβλίου Secret Power: Wikileaks and its Enemies. Ο πρώην ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν απένειμε επίσης το βραβείο Gavin MacFayden, το μοναδικό βραβείο για τα μέσα ενημέρωσης που ψηφίζεται από τους πληροφοριοδότες, στον Τζούλιαν Ασάνζ ως “τον δημοσιογράφο του οποίου το έργο αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη σημασία του ελεύθερου Τύπου”. Ο Craig Murray το παρέλαβε εκ μέρους του Ασάνζ.

Ο Τζόναθαν Κουκ είναι βραβευμένος Βρετανός δημοσιογράφος. Είχε την έδρα του στη Ναζαρέτ του Ισραήλ για 20 χρόνια. Επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2021 και είναι συγγραφέας τριών βιβλίων για τη σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης: Αίμα και θρησκεία: The Unmasking of the Jewish State (2006), Israel and the Clash of Civilisations (Το Ισραήλ και η σύγκρουση των πολιτισμών): Iraq, Iran and the Plan to Remake the Middle East (2008) και Disappearing Palestine: Israel’s Experiments in Human Despair (2008) Αν εκτιμάτε τα άρθρα του, παρακαλούμε σκεφτείτε να προσφέρετε την οικονομική σας υποστήριξη.

Αυτό το άρθρο προέρχεται από το ιστολόγιο του συγγραφέα Jonathan Cook.net.

Από τη δολοφονία του, στρατευμένου κατά του Απαρτχάιντ, καλλιτέχνη Τάμι Μνυέλε στον αγώνα για την απελευθέρωση του ιδρυτή των Γουίκυληκς. Ενα κειμενο για την ημέρα της Γυναίκας και τη Στέλλα Ασάνζ που βρίσκεται στην Αθήνα.

the press project | Λαμπρινή Θωμά

– Στο ντοκυμανταίρ Ιθάκη βλέπουμε την αδελφή σας, Στέλλα Ασανζ, να δουλεύει ασταμάτητα. Είναι μάνα, σύζυγος, αδελφή και δικηγόρος μες σε πολύ εχθρικές συνθήκες. Από που έρχεται αυτή η δύναμη;

-Πάντα προχωράει με δύναμη. … Δύναμη που έρχεται από τους ανθρώπους που στηρίζουν τον αγώνα….

Αντριά Ντεβάντ, συνέντευξη στο vilaweb

Μεντού στη γλώσσα των Σεπέντι θα πει Ρίζα.

Το θύμα του πρώτου κρατικού εγκλήματος που άλλαξε τη ζωή της οικογένειας της γυναίκας που σήμερα ονομάζεται Στέλλα Ασάνζ, ήταν ο Τάμι Μνυέλε, κομμάτι της Ρίζας, που έδωσε καρπούς.

Εικαστικός, κομμουνιστής, μέλος της καλλιτεχνικής κομμούνας Medu Art Ensemble στην οποία ανήκαν και οι γονείς της.

Τα μέλη της Μεντού δεν ήταν καλλιτέχνες, έλεγαν οι ίδιοι, ήταν Εργάτες της Τέχνης. Εργάτες. Μαύροι. Επαναστάτες. Δεν ήταν καλλιτέχνες: έλεγαν οι ίδιοι πως είναι εργάτες της τέχνης. Εργάτες. Μαύροι. Επαναστάτες.

Τα έργα τους φτάσαν μακρυά. Δώσαν φωνή στον αγώνα ενάντια στο Απαρτχάιντ. Όταν οργάνωσαν, το 1982, το Φεστιβάλ και Συμπόσιο «Τέχνη και Αντίσταση», βρέθηκαν χιλιάδες άνθρωποι, καλλιτέχνες, ακτιβιστές, απλοί άνθρωποι, από κάθε ήπειρο έτοιμοι να έρθουν να τους στηρίξουν. Ήταν η ώρα ακριβώς που τους πρόσεξε περισσότερο και τους στοχοποίησε, τον καθένα χωριστά και όλους μαζί, το καθεστώς της Νοτίου Αφρικής, που δεν είδε σύνορα με τη Μποτσουάνα όταν αποφάσισε τη δολοφονία τους.

Ο Τάμι δολοφονήθηκε το πρωί της 14ης Ιουνίου 1985 από τις αρχές ασφαλείας του καθεστώτος του Απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής. Ήταν μόλις 37 ετών. Η επίθεση ξεκίνησε στις 1:40πμ και κράτησε 40 λεπτά. Άφησε πίσω της 12 νεκρούς, εκ των οποίων τέσσερα μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας. Ο θάνατος του Τάμι, του Μάικ Χάμλυν, και των Τζωρτζ και Λίντι Φάλι, σύντομα θα απασχολούσε τον ΟΗΕ, μετά από προσφυγή της κυβέρνησης της Μποτσουάνα. Το σχετικό ψήφισμα φέρει τον αριθμό 568 και ημερομηνία 21 Ιουνίου 1985.

Η Γυναίκα που θα γινόταν η Στέλλα Ασανζ γεννήθηκε το 1983. Ένα τρίχρονο κορίτσι, στη Μποτσουάνα, κι ύστερα φυγάς, μάθαινε τον ΟΗΕ, το διεθνές δίκαιο, μες σε ένα σπίτι που ζούσε με τον φόβο των κρατικών δολοφόνων, που μισούσαν τις εικόνες: οι ένοπλοι εκπρόσωποι του Απαρτχάιντ μπήκαν στο σπίτι του Τάμι, στη γειτονιά των εξορίστων αγωνιστών στη Γκαμπορόνι, στη Μποτσουάνα, και, πριν τον εκτελέσουν, κατέστρεψαν τα έργα του. Για να είναι σίγουροι ότι δε θα μείνει τίποτε, φεύγοντας πέταξαν και μια χειροβομβίδα. Φυσικά, δεν κράτησαν κρυφό το έργο τους. Με περηφάνεια ανακοίνωσε το κατόρθωμά τους της επομένη ο αστυνομικός διοικητής Κρεγκ Ουίλλιαμσον, υπεύθυνος για δεκάδες δολοφονίες, απαγωγές, για βασανιστήρια, βασικός μοχλός της κρατικής τρομοκρατίας των λευκών τυράννων. Κατονόμασε ειδικά τον Τάμι, τον «γνωστό τρομοκράτη».

Η κομμούνα των καλλιτεχνών διαλύεται, ο κίνδυνος για τη ζωή όλων είναι μεγάλος, ορατός, κι όμως, ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί, αναλαμβάνουν να σώσει έργο και μνήμη του πεσόντος μάρτυρα. Η τέχνη του ήταν κομμάτι του αγώνα του, ήταν η προσφορά του στο κοινό σύνολο, ο τρόπος του να μιλήσει. Κανείς από τους συντρόφους του δεν θα επέτρεπε να του κλείσει το στόμα ο θάνατος κι οι δολοφόνοι του Απαρτχάιντ. Η τέχνη του Μνυελε, η στρατευμένη στον αγώνα τέχνη, θα ήταν παρούσα μέχρι τη νίκη, κι ύστερα μέχρι τη δικαίωση.

Η Μεντού είχε ξεκινήσει ως συνεργατική ομάδα τέχνης μόνο μαύρων καλλιτεχνών, αλλά ο αγώνας κατά του απαρτχάιντ πολύ γρήγορα την οδήγησε να ανοίξει και προς οποιονδήποτε καλλιτέχνη ήταν έτοιμος να αγωνιστεί. Η τέχνη ήταν όπλο στη διάθεση του λαού, οι καλλιτέχνες αντάρτες και η Ρίζα ο τρόπος να θεριέψουν και να δώσουν καρπούς οι αγώνες τους. Οι γονείς της Στέλλας Ασάνζ, που τότε λέγονταν Σάρα Γκονζάλες Ντεβάντ, ήταν οι πρώτοι λευκοί και οι δύο πρώτοι διεθνείς καλλιτέχνες, επίσης, που έγιναν δεκτοί από την ομάδα – και αυτό λέει πολλά από μόνο του και για τους δύο.

Εκείνοι,  και το μικρό κορίτσι Σάρα, κι ύστερα ο αδελφός της, και συμπαραγωγός του ντοκυμανταίρ «Ιθάκη» για τον Ασανζ, ο Αντριά Ντεβάντ, ζήσαν στη Μποτσουάνα, έδρα και της Μεντού, στο Λεσότο, στη Σουηδία, την Ισπανία. Τη Στέλλα οι σπουδές της την έφεραν στη Βρετανία, στην Οξφόρδη, στη Μαδρίτη, στον Καναδά. Δικηγόρος,  με μάστερ στο προσφυγικό δίκαιο και στο διεθνές δημόσιο δίκαιο. Στο τέλος των σπουδών της, για λίγο δημοσιογραφεί στο Νέο Διεθνιστή (New Internationalist). Όμως το πεδίο των δικών της αγώνων είναι άλλο. Και, όπως τα φέρνει η παιδεία και η μοίρα, θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την Ελευθεροτυπία. Του αγώνα για την απελευθέρωση του Τζούλιαν Ασανζ. Με τη μνήμη του Τάμι πάντα παρούσα. Με την αξία του ομαδικού αγώνα, και τα αποτελέσματά του, μπροστά.

Η Σάρα, με διακρίσεις στο βιογραφικό της, μπήκε στην ομάδα νομικών που είχε αναλάβει την υπεράσπιση του Τζούλιαν Ασανζ, ως δικηγόρος και ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο νόμιμος τρόπος να αγωνιστείς. Το Δίκαιο απέναντι στο κράτος που μπορεί να γίνει πολύ εύκολα δολοφόνος. Κάτι που έμαθες μικρό παιδί. Κάτι που αρνείσαι να ξεχάσεις.

Η Γυναίκα είναι η μνήμη των λαών και των αγώνων.

Το όνομά της το άλλαξε, από Sara Gonzalez Devant σε Στέλλα Μόρις, το 2012, όταν ανέλαβε την υπόθεση Ασανζ, για λόγους ασφαλείας. Το ξανάλλαξε, σε Στελλα Ασάνζ, όταν ένωσε και τυπικά και για πάντα τη ζωή της με τον Τζούλιαν και τον αγώνα.

Αύριο, 9 του Μάη, μιά μέρα μετά την «επίσημη» Ημέρα της Γυναίκας, η Στέλλα Ασάνζ θα βρίσκεται στην Αθήνα. Μαζί με το Γιάνη Βαρουφάκη θα μιλήσουν για τον αγώνα όλων μας για Ελευθεροτυπία, μετά την προβολή του ντοκυμανταίρ «Ιθάκη», στις 7μμ, στο Τριανόν.

Η Στέλλα. Η μάνα, η σύντροφος του φυλακισμένου, η δικηγόρος των προσφύγων, η ακτιβίστρια για την Ελευθερία του Τύπου. Η Στέλλα, το κορίτσι που νίκησε το φόβο και κράτησε ζωντανή τη μνήμη. Η Γυναίκα. Σε όλη της την Ομορφιά, αυτή που θα σώσει τον Κόσμο. Η Γυναίκα, που τίμησαν τόσα και τόσα έργα του Τάμι. Τα έργα που σώθηκαν. Η μνήμη που νίκησε.

Ο εκδότης του Τόπου, Βαγγέλης Γεωργακάκης, σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη για το εκδοτικό του όραμα, τις προσδοκίες των πρώτων χρόνων, καθώς και τις φιλοδοξίες και τις ιδεολογικές συναντήσεις των εκδόσεων Τόπος με τους αναγνώστες και τη σύγχρονη κοινωνία.

Στον Κώστα Αγοραστό / bookpress.gr

Οι εκδόσεις Τόπος δημιουργήθηκαν τις αρχές του 2007, λίγο πριν ενσκήψει η οικονομική κρίση. Ποιοι ήταν τότε οι στόχοι και οι φιλοδοξίες σας;

Οι εκδόσεις Τόπος, διακριτικός τίτλος που ανήκει στην Μοτίβο Εκδοτική ΑΕ, δημιουργήθηκε από γνωστούς επαγγελματίες με μακρόχρονη εμπειρία σε όλους τους τομείς του χώρου του βιβλίου, εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι ταυτόχρονα μέτοχοι και εργαζόμενοι στις εκδόσεις.

Πιστεύω ότι υπήρχε και πάντα θα υπάρχει χώρος για την ανάπτυξη εκδοτικής παραγωγής που θα συνδυάζει την ποιοτική επιλογή με τη διευρυμένη αποδοχή από το αναγνωστικό κοινό. Βασικός μας στόχος είναι μια σταδιακή αλλά στέρεη συγκρότηση μιας φιλόδοξης και ανήσυχης αναγνωστικής κοινότητας που θα είναι ταυτόχρονα στήριγμα αλλά και κίνητρο για τις εκδόσεις μας.

Αυτό που συνέβη τα επόμενα χρόνια, για κάποιους που ήταν χρόνια στον χώρο ήταν η αρχή μιας φθίνουσας πορείας, ενώ για όσους τότε ξεκινούσαν, «χαμήλωσε» αισθητά τον ορίζοντα των προσδοκιών τους. Εσείς πώς αντιμετωπίσατε την κατάσταση διατηρώντας βιώσιμο τον στόχο σας;

Θα μπορούσαμε να γράψουμε βιβλίο απαντώντας στην ερώτησή σας. Πραγματικά βιώσαμε τις συνέπειες της κρίσης με δραματικό τρόπο, ακριβώς γιατί μας βρήκε στη φάση εκκίνησης, όταν είχαμε ανοιχτεί επενδύοντας, και επίσης γιατί βασικό εργαλείο μας δεν ήταν το χρηματικό κεφάλαιο, που ούτως ή άλλως δεν διαθέταμε, αλλά η προσωπική εργασία μας.

Με πολλές προσωπικές θυσίες των μετόχων και λοιπών εργαζομένων στην εταιρία, με πολλή κατανόηση και υπομονή από τους συνεργάτες μας (συγγραφείς, μεταφραστές, επιμελητές, προμηθευτές) καταφέραμε να είμαστε σήμερα σε θέση όχι απλώς βιώσιμη, αλλά να έχουμε συγκρατημένη αισιοδοξία για το μέλλον.

Από την έναρξη λειτουργίας των εκδόσεων Τόπος, η αίσθησή μου ήταν ότι δεν θέλατε να ταυτιστείτε με ένα είδος βιβλίων [λογοτεχνία, κοινωνικές ή ανθρωπιστικές επιστήμες, τέχνες ή οικονομικά] αλλά να σας χαρακτηρίζει ο πλουραλισμός. Συνέβη κάτι τέτοιο και αν ναι, πόσο συνειδητά;

Καταρχήν, υπήρχε η προδιάθεση. Δηλαδή τα εκδοτικά στελέχη που συνευρέθηκαν στον Τόπο προέρχονταν από διαφορετικές εκδοτικές κατηγορίες με πετυχημένη προϋπηρεσία. Ο Άρης Μαραγκόπουλος και η Άρτεμις Λόη στη λογοτεχνία, ο Γιάννης Καραχάλιος στο δοκίμιο, η Σεβαστή Μπούμπαλου στο ακαδημαϊκό βιβλίο είναι ξεχωριστές περιπτώσεις.

Ο δεύτερος λόγος είναι η πεποίθησή μας ότι η αναγνωστική κοινότητα που θέλουμε να δομήσουμε δεν μπορεί να είναι μονοθεματική. Ο αναγνώστης του καλού δοκιμίου δεν μπορεί να μην διαβάζει ποιοτική λογοτεχνία. Συνεπώς εδώ η δημιουργία ενός brand με εγγύηση ποιότητας μπορεί να λειτουργήσει με αλληλοτροφοδότηση των διαφορετικών ειδών.

Τέλος υπάρχει και οικονομικός λόγος. Για μια εκδοτική προσπάθεια που δεν μένει στα όρια μιας προσωπικής επιχείρησης, η πολυθεματικότητα βοηθά να ξεπερνούνται τα περιοδικά σκαμπανεβάσματα ανά κατηγορία.

Στον κατάλογό σας ξεχωρίζουν τα βιβλία πεζογραφίας αλλά και οι μελέτες κοινωνιολογίας, πολιτικών επιστημών κ.ά. Ως προς την πεζογραφία, τι είναι αυτό που αναζητάτε σε ένα χειρόγραφο, ενός πρωτοεμφανιζόμενου ώστε να προχωρήσετε στην έκδοση;

Στο τμήμα λογοτεχνίας οι προτάσεις που επιλέγονται από τους επικεφαλής του επικεντρώνονται πρωτίστως στην καλή χρήση της γλώσσας, στη γνώση των αφηγηματικών τεχνικών και στην πρωτοτυπία του θέματος. Ωστόσο, επειδή το εκδοτικό μας πρόγραμμα, ως σύνολο, έχει σταθερά προσηλωμένο το βλέμμα στην κοινωνία, γεγονός που μαρτυρούν πλήθος εκδόσεις μας, μας ενδιαφέρουν πεζά κείμενα που φωτίζουν, με τον τρόπο της λογοτεχνίας πάντα, το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, από το 2007 μέχρι σήμερα σχεδόν τίποτα δεν είναι το ίδιο [και] στον εκδοτικό χώρο. Πολλοί, μικροί και κάπως εξειδικευμένοι εκδοτικοί έχουν κάνει την εμφάνισή τους, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έγιναν ένας από τους μεγαλύτερους δίαυλους επικοινωνίας των νέων εκδόσεων με τους αναγνώστες, ο παραδοσιακός τύπος έχασε τον πλουραλισμό του και τους αναγνώστες, οι οποίοι πλέον προτιμούν τη διαδικτυακή ενημέρωση. Παρακολουθείτε αυτές τις τάσεις ή πιστεύετε σε πιο «παραδοσιακούς» αναγνώστες;

Έχετε δίκιο ότι οι αλλαγές είναι σημαντικές. Η αγορά του βιβλίου είναι σημαντικά μειωμένη, αν και η χρόνια έλλειψη σοβαρών στατιστικών στοιχείων δεν μας επιτρέπει μια ασφαλή εκτίμηση. Η συγκεντροποίηση στην Ελλάδα συνεχίζεται κυρίως με τη μορφή συνωστισμού των εμπορικών συγγραφέων σε λίγους εκδοτικούς (στο εξωτερικό εξελίσσεται με δραματικό τρόπο η εξαγορά εκδοτικών οίκων από τους μεγάλους σε βαθμό απειλητικό για τον πλουραλισμό της παραγωγής αλλά και για τους όρους εργασίας των συντελεστών του βιβλίου), ενώ παράλληλα, όπως λέτε, συγκροτούνται εκδοτικές προσπάθειες με ειδική στόχευση που μέχρι κάποια κλίμακα είναι αποτελεσματικές.

Αναμφίβολα, προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε τα εργαλεία του διαδικτύου και γενικά της τεχνολογίας για την προώθηση των βιβλίων μας, για την προσέγγιση νέου κοινού, δεν θα δίσταζα να πως ότι μέχρις ενός σημείου παίρνουμε υπόψη μας νοοτροπίες που διαμορφώνει η χρήση του διαδικτύου τόσο στην προώθηση όσο και στην παραγωγή των βιβλίων μας. Όχι όμως για να υποταχτούμε στη λογική της εύκολης, γρήγορης ανάγνωσης αλλά για να προσελκύσουμε νέους πιστούς στην αξία της κριτικής ανάγνωσης.

Οι εκδόσεις Τόπος από τη δημιουργία τους είχαν δώσει το πολιτικό τους στίγμα. Πρόσφατα προχωρήσατε σε μια σύμπραξη με το mέta | Κέντρο Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού. Θέλετε να μας μιλήσετε για την ιδιαιτερότητα αυτής της νέας σειράς;

Η ριζοσπαστική σκέψη είναι μια σταθερά στην εκδοτική παραγωγή μας. Δημιουργοί που έχουν στο επίκεντρό τους την υπέρβαση μιας κοινωνίας βασισμένης στην υπερεκμετάλλευση της ανθρώπινης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας και του φυσικού περιβάλλοντος, που αναζητούν τους δρόμους επαναδιατύπωσης και επαναπροσέγγισης της Ουτοπίας είναι καλοδεχούμενοι στον Τόπο, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες πολιτικο-ιδεολογικές προτιμήσεις ή δεσμεύσεις τους. Για αυτό στις εκδόσεις μας θα αναγνωρίσετε εκπροσώπους διαφορετικών ρευμάτων της ριζοσπαστικής σκέψης. Από τους κλασικούς μέχρι τους σύγχρονους, όπου θα βρείτε για παράδειγμα και τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ και τον Ντανιέλ Μπενσαΐντ και τον Πέρι Άντερσον και τον Βόλφγκανγκ Στρεκ, και τον Κρις Χάρμαν και τον Φρέντρικ Τζέιμσον και την Τζούντιθ Μπάτλερ για να έχετε μια ενδεικτική εικόνα.

Συνεπώς η πρόταση από το mέta | Κέντρο Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού να είναι οι εκδόσεις Τόπος ο τόπος που θα φιλοξενήσει τις εκδοτικές πρωτοβουλίες τους έγινε αποδεκτή με χαρά. Πιστεύουμε ότι μέσα από αυτή τη συνεργασία, το αναγνωστικό κοινό θα έρθει σε επαφή με σημαντικές επεξεργασίες που έλειπαν εδώ και χρόνια από την Ελλάδα, καθώς όπως καλά ξέρετε, ειδικά τα βιβλία από το εξωτερικό αποτελούν οικονομικό στοίχημα για τον Έλληνα εκδότη. Αυτό πιστοποιεί η απήχηση των δύο πρώτων τίτλων Το Πρεκαριάτο του Γκάι Στάντινγκ και το Χωρίς Αφεντικά του Μάικλ Άλμπερτ, ενώ άμεσα θα κυκλοφορήσουν οι δύο νέοι τίτλοι ελληνικής προέλευσης Το τέλος της μεγάλης παρέκκλισης του Δημήτρη Πεπόνη, ένα σημαντικό βιβλίο για τις διεθνείς εξελίξεις και τις προοπτικές, και το συλλογικό Εκλογές 1981 – Αποτιμώντας ένα ορόσημο της μεταπολιτευτικής ιστορίας.

διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ

ANTIVIRUS

Η ιδέα για αυτό το άρθρο ωρίμαζε όσο άκουγα ιστορίες ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων που είχαν κοινά χαρακτηριστικά. Πρώτον, οι γονείς τους έμαθαν για το σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τους και τους φέρθηκαν τόσο βίαια που αποφάσισαν να αποδράσουν από το σπίτι, το χωριό, την πόλη αναζητώντας στην πρωτεύουσα κάποια προοπτική.

απο την Μαριανέλλα Κλώκα

Δεύτερον, τα δεκάδες άτομα που μέσα στην τρομερή δίνη της ανεργίας επειδή έχουν αποφασίσει να μην υποχωρούν στα δικαιώματά τους και να μην κρύβονται αλλάζοντας συμπεριφορά, φωνή, ντύσιμο, δυσκολεύονται να βρουν ή να διατηρήσουν τη δουλειά τους. Τέλος, θυμάμαι πάντα την αγωνία της Μαρίνας Γαλανού να εξασφαλίσει είδη πρώτης ανάγκης και φαγητό για γυναίκες τρανς σεξεργάτριες που δεν μπορούσαν πια να προσφέρουν ανταγωνιστικές υπηρεσίες, δεν υπήρχε στον ορίζοντα καμία περίπτωση συνταξιοδότησης και είχαν περιέλθει σε εξαιρετικά επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης.

Η φτώχεια παγκοσμίως

Επισφαλής διαβίωση σημαίνει φτώχεια. Όσοι χαράσσουν πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την Παγκόσμια Τράπεζα, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός και άλλα διεθνή οικονομικά κέντρα, είναι χιλιοδεσμευμένοι να αντιμετωπίσουν την φτώχεια. Μιλάμε για δεσμεύσεις που έγιναν προ πανδημίας, στο πλαίσιο της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Με την πανδημία τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα. Σήμερα η Παγκόσμια Τράπεζα λέει (1) ότι η COVID-19 προκάλεσε τη μεγαλύτερη οπισθοδρόμηση στις παγκόσμιες προσπάθειες μείωσης της φτώχειας από το 1990. Ο πόλεμος στην Ουκρανία απειλεί να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Μέχρι το 2030 περίπου 600 εκατομμύρια άνθρωποι διεθνώς θα ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με φετινά στοιχεία, το κατώφλι της φτώχειας έπεσε στα 437 ευρώ το μήνα για τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά, δηλαδή εσένα κι εμένα που μένουμε μόνα μας. Αυτή η δυστοπία νομίζαμε ότι αφορούσε μόνο τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Τα πράγματα δεν είναι όμως όπως φάνηκαν.

Το πρεκαριάτο: άνθρωποι σε κινούμενη άμμο

Γάλλοι οικονομολόγοι έκαναν χρήση του όρου πρεκαριάτο ήδη από το 1980 για να περιγράψουν το προσωρινό ή εποχικό εργατικό δυναμικό. Η κατάσταση της προσωρινής αμειβόμενης εργασίας είναι στον αρχικό πυρήνα του όρου. Όσο όμως η κοινωνία προχωρά, τόσο μεγαλώνει αυτή η ομάδα αλλά και «εμπλουτίζεται» – αν μπορώ να το θέσω έτσι – η σημασία του όρου που την περιγράφει. Έτσι το πρεκαριάτο έχει καταλήξει να σημαίνει κάτι περισσότερο από άτομα που κάνουν απλώς περιστασιακές δουλειές με χαμηλές απολαβές. Περιλαμβάνει άτομα που αποδέχονται την επισφάλεια ως κανονικότητα, άνεργα άτομα χωρίς ελπίδα κοινωνικής ενσωμάτωσης. Σημαίνει τέλος αυτή τη νέα πραγματικότητα για πολλές, πολλούς, πολλά από εμάς: τους εργαζόμενους φτωχούς.

Όσα άτομα εντάσσονται στο πρεκαριάτο βιώνουν αγανάκτηση για το συνεχές καθεστώς στέρησης, πικρία και φόβο για την ανασφάλεια που συνοδεύει την καθημερινότητά τους. Το πρεκαριάτο «δεν έχει κλίμακες κινητικότητας να ανέβει, βολοδέρνει ανάμεσα σε ένα κυνηγητό συγκέντρωσης «προσόντων» και σταδιακά στην απόσυρση από κάθε προσπάθεια»(2).

Γιατί μεγαλώνει το πρεκαριάτο;

Ποιοι είναι οι βασικότεροι λόγοι για αυτό; Πρώτον, στη Δύση υπήρξε μια χονδροειδής κοινωνική συμφωνία – όπως την αναφέρει ο Γκάι Στάντινγκ – την εποχή της παγκοσμιοποίησης: απαιτήθηκε από το εργαζόμενο δυναμικό να δεχθεί την ελαστική εργασία σε αντάλλαγμα με μέτρα προστασίας των θέσεων εργασίας, έτσι ώστε η πλειοψηφία να ζήσει καλύτερα επίπεδα διαβίωσης. Τα επίπεδα διαβίωσης διατηρήθηκαν, επιτράπηκε η κατανάλωση να υπερβαίνει τα εισοδήματα, μέσα από το δανεισμό, και οι απολαβές να υπερβαίνουν την αξία των δουλειών. Μεγάλο μέρος των εργαζομένων μπήκε σε δυσθεώρητα χρέη. Με το κραχ του 2008 τα εισοδήματα έπεσαν κάτω από τα επίπεδα που χρειάζονταν για να αποπληρώνονται τα χρέη, που είχαν ενθαρρυνθεί να δημιουργήσουν. Από αυτόν τον κόσμο τροφοδοτήθηκε ιδιαίτερα το πρεκαριάτο.

Δεύτερον, κοιτώντας προς την Ανατολή, με το άνοιγμα της Κίνας και της Ινδίας στις παγκόσμιες αγορές και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού εισήλθαν στον παγκόσμιο οικονομικά ενεργό πληθυσμό κάποια εκατομμύρια νέοι/ες εργαζόμενοι/ες με χαμηλό εργατικό κόστος. Η παγκόσμια εργατική δύναμη διπλασιάστηκε, η μαζική προσφορά χαμηλού κόστους εργασίας δημιούργησε νέες απαιτήσεις και νέες σχέσεις παραγωγής.

Τρίτη πηγή είναι τα άτομα που χάνουν τη θέση εργασίας τους εξαιτίας της αντικατάστασής τους από τις μηχανές. Με την έκρηξη της αυτοματοποίησης διαπιστώσαμε ότι ως άνθρωποι υπερέχουμε των μηχανών στο γνωστικό πεδίο και έτσι κάθε θέση εργασίας που χανόταν εξαιτίας της μηχανής στον αγροτικό ή βιομηχανικό τομέα, μπορούσε να αντικατασταθεί από μια θέση εργασίας στον τομέα της παροχής υπηρεσιών. Όλα αυτά άλλαξαν με την είσοδο της Τεχνητής Νοημοσύνης στη ζωή μας. «Η επανάσταση της ΤΝ δεν είναι απλώς ότι οι υπολογιστές γίνονται ταχύτεροι και πιο έξυπνοι. Τροφοδοτείται από καινοτομίες στις επιστήμες της ζωής, καθώς και τις κοινωνικές επιστήμες. Όσο καλύτερα κατανοούμε τους βιοχημικούς μηχανισμούς που βρίσκονται πίσω από τα ανθρώπινα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις επιλογές, τόσο καλύτερα θα μπορούν οι υπολογιστές να αναλύουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, να προβλέπουν τις αποφάσεις των ανθρώπων και να αντικαθιστούν οδηγούς, τραπεζίτες και δικηγόρους.» (3)

Το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το πρώτο ψήφισμα μιας πολιτικής που είχε σκοπό να απαλύνει τη φτώχεια ήρθε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 1995 και αφορούσε το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα. Σύμφωνα μάλιστα με τον Αναπληρωτή Καθηγητή Κοινωνικής Πολιτικής, Κώστα Δημουλά, «[..] πολλές χώρες εφάρμοζαν ήδη αυτό το μέτρο. Ιταλία και Ελλάδα άργησαν να μπουν σε αυτή τη λογική. Έχουν περάσει από τότε περίπου 30 χρόνια και αυτά τα προγράμματα που έχουν μια λίστα κριτηρίων (εισοδηματικά, περιουσιακά, συμπεριφοράς) και δεν είναι εξατομικευμένα, αλλά αφορούν νοικοκυριά, αν είχαν κάτι να δείξουν, θα το είχαν ήδη κάνει.» (4) Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Δικτύου για την Καταπολέμηση της φτώχειας την Ελλάδα (5), καταλήγουν να περνούν τη στενωπό των κριτηρίων και τελικά να λαμβάνουν το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα κάτι λιγότερο από το 1/3 των ήδη πετσοκομένων δικαιούχων. Μιλάμε για 220.000 από τα 765.372 νοικοκυριά σε κίνδυνο εισοδηματικής φτώχειας. Το δε ύψος του εισοδήματος δεν συνδέεται με το ετήσια οριζόμενο κατώφλι της φτώχειας που αναφέραμε παραπάνω, είναι δηλαδή κατώτερο των 437 ευρώ.

Φως στην άκρη του τούνελ;

Δεν υπάρχει φαντάζομαι αντίρρηση ότι επιθυμούμε την τεχνολογία στο χώρο της εργασίας. Γνωρίζω ελάχιστα άτομα που θα ήθελαν να κάνουν μια τρύπα σε χιλιάδες καπάκια μέσα σε 8 ώρες ή να δίνουν ρέστα στα διόδια, αν μπορούσαν διαφορετικά να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Θα ήταν τρέλα να μην επιτρέψουμε την αυτοματοποίηση μόνο και μόνο για να προστατεύσουμε τις θέσεις εργασίας των ανθρώπων. Ειδικά αν αυτές οι θέσεις εργασίας συνιστούν αυτό που αποκαλούμε «δουλειές του κώλου», όχι με την παραδοσιακή έννοια που ίσως στο δικό μας αναγνωστικό κοινό να δημιουργούσε αρκετό ενδιαφέρον… Επίσης όσο η φτώχεια και η επισφάλεια εξακολουθούν να τρώνε τις σάρκες μας, δεν πρόκειται να κάνουμε τα νοητικά ή συνειδησιακά άλματα που επιθυμούμε, ούτε πρόκειται να ξεφύγουμε από την κατάθλιψη και μερικές ακόμα ασθένειες ψυχικής υγείας που παίρνουν σιγά σιγά πανδημική μορφή.

Τις τελευταίες δεκαετίες, ακόμα περισσότερο από την οικονομική κρίση του 2008 και τώρα πρόσφατα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κερδίζει χώρο στη δημόσια συζήτηση η πρόταση του βασικού εισοδήματος, ως μια από τις λύσεις στα παραπάνω προβλήματα. Το βασικό εισόδημα, στηριγμένο στο θεμελιώδες δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης, είναι η τακτική καταβολή χρημάτων σε κάθε άτομο μιας επικράτειας, ανεξάρτητα από ηλικία, καταγωγή, ιθαγένεια, επαγγελματική κατάσταση, οικονομικούς πόρους, κ.λπ. Το βασικό εισόδημα είναι καθολικό και άνευ όρων (αφορά όλον τον κόσμο και δεν χρειάζεται κανένα κριτήριο για την παροχή του), είναι εξατομικευμένο (δίνεται σε κάθε άτομο και όχι ανά νοικοκυριό), είναι επαρκές για μια αξιοπρεπή ζωή (άρα σίγουρα πάνω από το ορισμένο ως όριο της φτώχειας). Το βασικό εισόδημα είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα και πάει πακέτο με τη δωρεάν, ποιοτική παιδεία και υγεία.

Η αυθεντική δικαιολόγησή του έγκειται στην ενδυνάμωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και η κεντρική ιδέα που το κινεί, είναι απλή: ο συνολικά παραγόμενος πλούτος, αποτέλεσμα μόχθου και διανοητικής προσπάθειας της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας, οφείλει να επιτρέπει σε όλες, όλους και όλα να έχουν πρόσβαση στα βασικά αγαθά.

Σήμερα γίνονται άπειρες πιλοτικές εφαρμογές βασικού εισοδήματος ανά τον κόσμο. Στην Ελλάδα πρόσφατα ολοκληρώθηκε έρευνα για τις γνώσεις και τη στάση των Δημάρχων απέναντι στο θέμα και τα αποτελέσματά της ήταν ενθαρρυντικά (6). Τέτοια που μας κάνουν να θέλουμε να συνεχίσουμε την έρευνα σε κάποιους Δήμους με σκοπό να ενθαρρύνουμε μια πιλοτική εφαρμογή του σε κάποιο μέρος της χώρας μας. Στην Καταλονία, σύμφωνα με τα λεγόμενα του υπευθύνου πιλοτικής εφαρμογής, Σέρζι Ραβεντός, «επιθυμούν να δημιουργήσουν έναν μικρόκοσμο» εφαρμόζοντας το βασικό εισόδημα για να μελετήσουν τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, την άποψη των ανθρώπων για το νόημα της ζωής, την αντιμετώπιση της κατάθλιψης, του εργασιακού άγχους και της γενικευμένης ανασφάλειας, την εγκληματικότητα και βέβαια εν κατακλείδει το αν και σε τι κατεύθυνση αλλάζει εργασιακές συνήθειες το πρεκαριάτο.

Πού θα βρεθούν τα λεφτά; Η ερώτηση έχει ήδη απαντηθεί από το κίνημα του βασικού εισοδήματος που περιλαμβάνει χιλιάδες κόσμου, μεταξύ αυτών ιστορικούς, οικονομολόγους, κοινωνικούς επιστήμονες, πολιτικούς. Τέσσερα βιβλία μεταφρασμένα ήδη στα ελληνικά, περιμένουν να λύσουν τις απορίες μας σχεδόν για όλα όσα αφορούν το μέτρο ή μάλλον αυτό το ανθρώπινο δικαίωμα. Ξεχωρίζω το «Ουτοπία για ρεαλιστές», του Ολλανδού ιστορικού Ρούντγκερ Μπρέγκμαν και το συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Σε ό,τι με αφορά, θα ήθελα να βλέπω όλη την ανθρωπότητα αλλά ειδικά την κοινότητά μας κάθε φορά και πιο ενδυναμωμένη. Θεωρώ την οικονομική ανεξαρτησία έναν από τους κύριους τρόπους ενδυνάμωσης στο σημερινό σύστημα που ζούμε. Ένα βασικό εισόδημα θα μας δώσει τη δυνατότητα να πούμε τα ναι και τα όχι μας με περισσότερη ελευθερία. Να φύγουμε από εστίες ανοίκειες με λιγότερο φόβο, να έχουμε πρόσβαση σε περισσότερο και ποιοτικότερο ελεύθερο χρόνο, να μπορέσουμε επιτέλους να ζήσουμε αξιοπρεπώς κάνοντας δουλειές που επιθυμούμε και να φεύγουμε όταν αυτές γίνονται σκληρές και κακοποιητικές. Διαβάστε και μελετήστε το θέμα, αν δεν το έχετε ήδη κάνει. Οι καιροί που ζούμε το ευνοούν.

Η Μαριανέλλα Κλώκα είναι μέλος του διεθνούς πρακτορείου ειδήσεων pressenza και ιδρυτικό μέλος της ομάδας παραγωγής περιεχομένου – Contentativa.


Παραπομπές

1) https://www.ot.gr/2022/07/07/epikairothta/kosmos/undp-i-krisi-kostous-zois-vythizei-ekatommyria-se-akraia-ftoxeia/

2) Το Πρεκαριάτο η νέα επικίνδυνη τάξη, Γκάι Στάντινγκ, εκδ. Τόπος – σειρά mέta, 2022.

3) 21 μαθήματα για τον 21ο αιώνα, Γιουβάλ Νοά Χαράρι, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2018.

4) «Βασικό Εισόδημα και Τοπική Ατοδιοίκηση», 18/10/2022, Contentativa – Ίδρυμα Χ. Μπελ

5) https://www.antipoverty.org.gr/news/Poverty-Watch-2022

6) https://www.pressenza.com/el/2022/10/thetikoi-oi-dimarxoi-sto-na-efarmosoun-pilotika-vasiko-eisodima-efoson-ipostirixthoun-xrimatodotika-kai-thesmika/

znetwork | By Michael Albert

Όλοι μπορούμε να απαριθμήσουμε πολλές προοπτικές που προτείνουν διαφορετικούς μετακαπιταλιστικούς οικονομικούς στόχους. Πρέπει να βλέπουμε κάθε προοπτική ως ανταγωνιστή έναντι των υπολοίπων; Τι γίνεται αν έχουν συμβατούς στόχους; Θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε να συνδυάσουμε τις πρωταρχικές τους αρετές σε μια νέα περιεκτική προοπτική; Θα μπορούσε μια περιεκτική προοπτική να ικανοποιήσει όλες τις κύριες επιθυμίες μας; Θα μπορούσε να αποκτήσει πρακτική βιωσιμότητα και να περιλαμβάνει μόνο αξιόλογα χαρακτηριστικά;

Εμπνεόμενοι από αυτή την ελπίδα, συνοψίζουμε εδώ πολύ σύντομα εννέα επί του παρόντος αντιμαχόμενες οικονομικές προοπτικές. Στη συνέχεια προτείνουμε μια δέκατη σύνθετη προοπτική που σχεδιάστηκε για να γεφυρώσει τις διαιρέσεις και να δημιουργήσει δεσμούς μεταξύ των εννέα άλλων. Σημειώστε, ωστόσο, ότι εξετάζουμε μόνο τα μετακαπιταλιστικά οικονομικά. Θα μπορούσε κανείς να εξετάσει επίσης τις μετα-ρατσιστικές, μετα-σεξιστικές, μετα-αυταρχικές και μετα-μη βιώσιμες κοινωνικές συνιστώσες για να αναζητήσει ομοίως απρόβλεπτες αλλά ευπρόσδεκτες συνέργειες μεταξύ των “αντιμαχόμενων προοπτικών”. Αν οι οικονομικές προοπτικές μπορούν να ενοποιηθούν, ίσως οι προοπτικές για άλλες πτυχές της ζωής και στη συνέχεια για μια σύνοψη όλων των πτυχών μπορούν επίσης να ενοποιηθούν.

Εδώ, λοιπόν, είναι οι κύριοι ισχυρισμοί εννέα οικονομικών προοπτικών που συχνά αντιμάχονται αντί να ενοποιούνται.

  1. Η κυρίαρχη μαρξιστική οικονομία (Mainstream Marxist Economy – MME) επιδιώκει κυρίως την εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής για να εξαλείψει με τη σειρά της μια καπιταλιστική τάξη που κατέχει τα κέρδη και αποφασίζει για τα αποτελέσματα. Οι υποστηρικτές της MME διαφωνούν ως προς το τι πρέπει να γίνει με τα απελευθερωμένα μέσα παραγωγής. Να κάνουν την ιδιοκτησία των περιουσιακών στοιχείων κρατική; Να παραδώσουν την ιδιοκτησία κάθε χώρου εργασίας στους εργαζομένους του; Να θεσμοθετήσουν ένα παραγωγικό κοινόβιο; Παρά τις διαφορές αυτές, οι υποστηρικτές του MME συμφωνούν στον γενικό στόχο: Να τερματιστεί η ταξική κυριαρχία των καπιταλιστών, ώστε οι εργαζόμενοι να ελέγχουν τις δικές τους συνθήκες και να επωφελούνται από τις δικές τους προσπάθειες. Πέρα από αυτό, για την κατανομή, ορισμένοι υποστηρικτές του MME προτείνουν κεντρικό σχεδιασμό. Άλλοι προτείνουν αγορές. Αλλά οι υποστηρικτές του ΜΜΕ συμφωνούν ότι η κατανομή πρέπει να παρέχει στους εργαζόμενους και τους καταναλωτές τον έλεγχο των αξιόλογων αποτελεσμάτων.

  2. Η Συμβουλευτική Μαρξιστική Οικονομία (ΣΜΕ) εκτείνεται από τον Anton Pannekoek στη Rosa Luxembourg στον Κορνήλιο Καστοριάδη και πέρα από αυτόν. Η CME θέλει τα εργατικά συμβούλια να προτείνουν και να αποφασίζουν για τις πολιτικές στους χώρους εργασίας. Θέλει τα συμβούλια καταναλωτών να προτείνουν και να αποφασίζουν για την ατομική και συλλογική κατανάλωση. Ορισμένοι υποστηρικτές της CME λένε ότι τέτοιες αποφάσεις πρέπει πάντα να λαμβάνονται με πλειοψηφία. Άλλοι υποστηρικτές της CME λένε ότι οι φορείς θα πρέπει να αποφασίζουν για τα αποτελέσματα ανάλογα με το βαθμό που τα αποτελέσματα τους επηρεάζουν. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με πλειοψηφία, με συναίνεση ή με οτιδήποτε άλλο λειτουργεί. Η CME θέλει η κατανομή να επιτυγχάνει τους επιδιωκόμενους σκοπούς χωρίς να σπαταλά πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία και να είναι αυτοδιαχειριζόμενη. Για το λόγο αυτό, η CME συνήθως απορρίπτει τον κεντρικό σχεδιασμό και τις αγορές και επιδιώκει μια αποκεντρωμένη εναλλακτική λύση.

  3. Η Αναρχική Οικονομία (ΑΕ) εκτείνεται από τον Μπακούνιν μέσω του Κροπότκιν στον Γκόλντμαν, στον Αναρχοσυνδικαλισμό και πιο πρόσφατα στον Τσόμσκι. Η ΑΕ απορρίπτει την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και κάθε αυταρχισμό. Συνήθως προτείνει τα παραγωγικά κοινά και την αυτοδιαχείριση των συμβουλίων. Αναγνωρίζει την ανάγκη για διαφορετικές μεθόδους ψηφοφορίας και στυλ διαβούλευσης σε διαφορετικές καταστάσεις. Ειδικότερα, πέρα από όλα αυτά, προσθέτει στο αναδυόμενο μείγμα των επιθυμητών στόχων μας τη διαπίστωση ότι υπάρχει μια τρίτη τάξη την οποία ο Μπακούνιν αρχικά ονόμασε “διανοούμενους”, η Barbara και ο John Ehrenreich πολύ αργότερα ονόμασαν “επαγγελματική διευθυντική τάξη” και οι Albert και Hahnel λίγα λεπτά αργότερα ονόμασαν “τάξη συντονιστών”, αλλά που όλοι συμφωνούν ότι έχει την ικανότητα να γίνει μια άρχουσα τάξη που λειτουργεί πάνω και πάνω από τους εργαζόμενους. Η ΑΕ επιδιώκει την άξια παραγωγή και κατανάλωση που αυτοδιαχειρίζονται οι ενδιαφερόμενοι. Έτσι, η ΑΕ απορρίπτει την ταξική κυριαρχία. Προσθέτει στο αναδυόμενο μενού των στόχων μας ότι θα πρέπει να εξαλείψουμε τη διαίρεση των εργαζομένων σε μια εξουσιοδοτημένη τάξη που ανεβαίνει για να κυβερνήσει μια αποδυναμωμένη τάξη.

  4. Η Αλληλέγγυα Οικονομία (ΑΕ) θεωρεί τον εαυτό της περισσότερο ως όρο-ομπρέλα παρά ως συγκεκριμένο όραμα. Διερωτάται: Οι άνθρωποι ωφελούν αμοιβαία ο ένας τον άλλον σε σύγκριση με το να προοδεύουν ο ένας εις βάρος του άλλου; Στόχος της SE είναι οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές να έχουν αμοιβαίο ενδιαφέρον και κοινά συμφέροντα. Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ακριβώς θα επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, η SE είναι εξαιρετικά ποικιλόμορφη με πολλά κάτω από την ομπρέλα της, αλλά όλες οι ρυθμίσεις της επιδιώκουν οι φορείς να απομακρυνθούν από τον ανταγωνισμό και να στραφούν προς την αλληλεγγύη. Η SE απορρίπτει ότι κάποιοι επωφελούνται εις βάρος άλλων. Θέλει όλοι να απολαμβάνουν αμοιβαίο όφελος. Προτιμά σιωπηρά προσεγγίσεις που προωθούν την αλληλεγγύη χωρίς αδικαιολόγητες βλάβες. Απορρίπτει σιωπηρά τις προσεγγίσεις που εμποδίζουν την αλληλεγγύη, συμπεριλαμβανομένης της ταξικής διαίρεσης και της από πάνω προς τα κάτω ή της ανταγωνιστικής κατανομής μηδενικού αθροίσματος. Προσθέτει ρητά την επίτευξη της αλληλεγγύης στο αναδυόμενο μενού των στόχων μας.

  5. Η Πράσινη Οικονομία (GE) έχει επίσης πολλές εκδοχές, αλλά όλες συμφωνούν ότι η οικονομική ζωή πρέπει να είναι βιώσιμη και να γίνεται σε αμοιβαιότητα με τις περιβαλλοντικές σχέσεις. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος τομέας παραγωγής χρησιμοποιεί περισσότερο από κάποιον κρίσιμο πόρο από όσο το περιβάλλον ή οι άνθρωποι είναι σε θέση να αντικαταστήσουν ή να υποκαταστήσουν κάθε χρόνο. Είναι σαφές ότι ο πόρος αυτός θα εξαντληθεί με τον καιρό. Ομοίως, ας υποθέσουμε ότι ένας τομέας παράγει κάποιο υποπροϊόν που λεηλατεί το περιβάλλον με καταστροφικό τρόπο, τον οποίο δεν μπορούμε να μειώσουμε ή να μετριάσουμε κάθε χρόνο. Είναι σαφές ότι αυτή η λεηλασία μπορεί να γίνει ανυπόφορη. Η ΓΕ αναζητά θεσμούς που να υπολογίζουν τη μείωση των αναγκαίων εισροών και την αφθονία των επιβλαβών εκροών. Προτιμά θεσμούς που διευκολύνουν την περιβαλλοντική αμοιβαιότητα. Απορρίπτει θεσμούς που εμποδίζουν την περιβαλλοντική αμοιβαιότητα. Οι υποστηρικτές της ΓΕ διαφέρουν ως προς τον τρόπο επίτευξης των στόχων τους, αλλά οι περισσότεροι συμφωνούν ότι οι παλιές οικονομικές μορφές ιδιοκτησίας, λήψης αποφάσεων και κατανομής είναι αποφασιστικά αντιοικολογικές.

  6. Η Οικονομία της Αποανάπτυξης (ΟΑΠ) είναι μια ΟΑΠ που καθορίζει ότι η τρέχουσα χρήση αναντικατάστατων πόρων και η τρέχουσα παραγωγή βλαβερών υλικών είναι, συνολικά, ήδη πολύ μεγάλη για να συνεχιστεί. Η DGE συμβουλεύει εκ των προτέρων ότι κάποιο ποσό της τρέχουσας οικονομικής δραστηριότητας δεν είναι βιώσιμο και είναι εξαιρετικά απίθανο να γίνει βιώσιμο μέσω τεχνολογικών ή κοινωνικών καινοτομιών. Η DGE παροτρύνει ότι οι μη βιώσιμες βιομηχανίες πρέπει να “υποβαθμιστούν”. Οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης διαφέρουν σημαντικά ως προς το τι πρέπει να περικόψουμε κατά πόσο, αλλά συμφωνούν ότι η δημοκρατική λήψη αποφάσεων πρέπει να ενημερώνει τις επιλογές αυτές. Η DGE συνηθίζει επίσης να υποστηρίζει ότι οι επιλογές πρέπει να απο-αποαποικιοποιούνται και να επιδιώκουν την ισότητα. Προκύπτει ότι μια DGE, όπως και μια GE, προσθέτει στην περιεκτική μας ατζέντα την ανάγκη για επιλογές παραγωγής για να κρίνουμε σωστά τη βιωσιμότητα και είτε τι επενδύσεις σε διορθωτικά μέτρα πρέπει να κάνουμε είτε τι απογέμισμα πρέπει να αναλάβουμε.

  7. Η Φεμινιστική Οικονομία (FE) εξετάζει την οικονομική δραστηριότητα από την οπτική γωνία της συγγένειας. Κάνει δύο πρωταρχικές προσθήκες στην ατζέντα μας όσον αφορά ειδικά τους οικονομικούς στόχους. 1) Η οικονομική ζωή δεν πρέπει να παράγει συστημικές διαφορές στο κόστος ή τα οφέλη λόγω φύλου, φύλου ή οποιουδήποτε άλλου χαρακτηριστικού που σχετίζεται με τη συγγένεια. 2) Η οικονομική ζωή πρέπει να σέβεται, να προσαρμόζεται και σίγουρα να μην υπονομεύει πρόσθετες επιπτώσεις της φεμινιστικής κοινωνικής αλλαγής, συμπεριλαμβανομένων των ενοράσεων και των αλλαγών στην οικογενειακή ζωή, στις σεξουαλικές προτιμήσεις και πρακτικές, στις σχέσεις γονέων και παιδιών και στις επιπτώσεις της δραστηριότητας φροντίδας σε όσους την αναλαμβάνουν, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγμένων αντιλήψεων για το ποιοι πρέπει να είναι αυτοί.

  8. Η διακοινοτική οικονομία (IE) εξετάζει την οικονομική δραστηριότητα από την οπτική γωνία των πολιτισμικών ομάδων. Κάνει επίσης δύο πρωταρχικές προσθήκες όσον αφορά ειδικά τους οικονομικούς στόχους. 1) Η οικονομική ζωή δεν πρέπει να παράγει συστημικές διαφορές στο κόστος ή τα οφέλη λόγω φυλής, εθνικότητας, θρησκείας ή οποιουδήποτε άλλου χαρακτηριστικού που σχετίζεται με την κοινότητα. 2) Η οικονομική ζωή πρέπει να σέβεται, να προσαρμόζεται και βεβαίως να μην υπονομεύει τις πρόσθετες συνέπειες της διακοινοτικής κοινωνικής αλλαγής, συμπεριλαμβανομένων, ειδικότερα, των ενοράσεων και των αλλαγών όσον αφορά τις αμοιβαίες σχέσεις των πολιτισμικών κοινοτήτων και των συνόρων τους και κυρίως των καινοτομιών όσον αφορά την προστασία όλων των πολιτισμικών κοινοτήτων από την κυριαρχία ή την άρνηση από άλλες.

  9. Η Αντιεξουσιαστική Οικονομία (AAE) εξετάζει την οικονομική δραστηριότητα από την οπτική γωνία της ιδιότητας του πολίτη και της πολιτείας. Προβαίνει επίσης σε δύο πρωταρχικές προσθήκες όσον αφορά ειδικά τους οικονομικούς στόχους. 1) Η οικονομική ζωή δεν πρέπει να παράγει συστημικές διαφορές στο κόστος ή τα οφέλη λόγω οποιουδήποτε κοινωνικού ή προσωπικού χαρακτηριστικού που θα προκαλούσε αδικαιολόγητη πολιτική ανάδειξη ή υποταγή. 2) Η οικονομική ζωή πρέπει να σέβεται, να προσαρμόζεται, και βεβαίως να μην υπονομεύει πρόσθετες επιπτώσεις της πολιτικής κοινωνικής αλλαγής, συμπεριλαμβανομένων, ειδικότερα, των πολιτικά επιβαλλόμενων δικαιωμάτων, ευθυνών και διαδικασιών.

Η σύλληψη μιας περιεκτικής οικονομίας

Ακόμα και αν προσφερθεί τόσο γελοία συνοπτικά όσο παραπάνω, το σύνολο των εννέα περιλήψεων μας είναι σίγουρα ένα μεγάλο στόμα. Δεν μπορούμε καν να προφέρουμε το άθροισμα όλων αυτών, MMECMEAESEGEDGEFEIEAAE. Αλλά η συνοπτικότητά μας στη σύνοψη των κύριων προτεραιοτήτων κάθε προοπτικής δεν ήταν τυχαία. Δώσαμε έμφαση στις πρωταρχικές θετικές επιθυμίες. Υπογραμμίσαμε τις διαφορές ως προς τα μέσα για την επίτευξη των πρωταρχικών θετικών επιθυμιών. Το έργο μας που προέκυψε: Να προτείνουμε μια ενοποιητική προοπτική που μπορεί να επιτύχει τις κεντρικές θετικές ιδέες και των εννέα προοπτικών και να αποφύγει χαρακτηριστικά που οποιαδήποτε από τις εννέα προοπτικές θα απέρριπτε.

Αρχικά, για να ικανοποιήσει τις βασικές επιθυμίες των κυρίαρχων μαρξιστών, ένα περιεκτικό όραμα θα πρέπει σαφώς να εξαλείψει την ατομική ιδιοκτησία των παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων. Για το σκοπό αυτό, μια περιεκτική προοπτική θα μπορούσε να προτείνει τα παραγωγικά κοινά. Εάν η κοινωνία κρίνει τις προτάσεις των μελλοντικών παραγωγών κοινωνικά αξιόλογες και περιβαλλοντικά βιώσιμες, θα μπορούν να χρησιμοποιούν τα κοινά παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία για την παραγωγή κοινωνικά ωφέλιμων προϊόντων.

Στη συνέχεια, για να επιτευχθούν οι συμβουλιακοί στόχοι, μια περιεκτική προοπτική θα μπορούσε να προτείνει ότι για την αυτοδιαχείριση της παραγωγής και της κατανάλωσης οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν κατάλληλα σχεδιασμένους χώρους, που ονομάζονται συμβούλια. Όχι μόνο η συμβουλιακή προοπτική θέλει οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές να επιβλέπουν την οικονομική ζωή, αλλά και οι υπόλοιποι, υποθέτοντας ότι οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές που το κάνουν αυτό θα μπορούσαν να αποδειχθούν βιώσιμοι και συνεπείς με τους άλλους στόχους της κάθε προοπτικής. Ωστόσο, οι υποστηρικτές καθεμιάς από τις εννέα προοπτικές θα μπορούσαν εύλογα να αναρωτηθούν πώς μια περιεκτική προοπτική προτείνει να διασφαλιστεί ότι τα συμβούλια εργαζομένων και καταναλωτών θα λαμβάνουν τεκμηριωμένες και σοφές αποφάσεις.

Περνώντας στους Αναρχικούς, πώς θα μπορούσε μια νέα προοπτική να συμπεριλάβει τον στόχο της ΑΕ να εξαλείψει μια εξουσιοδοτημένη τάξη που κυβερνά τους εργαζόμενους; Πώς θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι είναι καλά εξοπλισμένοι για να αυτοδιαχειρίζονται έξυπνα; Δεδομένου ότι ένας βασικός παράγοντας που επηρεάζει αυτούς τους στόχους είναι οι συνέπειες της ενδυνάμωσης των καθημερινών οικονομικών συμμετοχών, μια περιεκτική προοπτική θα μπορούσε να επιδιώξει συνθήκες που προετοιμάζουν κάθε εργαζόμενο να συμμετέχει αποτελεσματικά στις συζητήσεις και τις αποφάσεις του συμβουλίου. Αν και μόνο η αναρχική προοπτική το απαιτεί αυτό, αν ένας νέος καταμερισμός εργασίας που παρέχει ισότιμη ενδυνάμωση μπορούσε να αποδειχθεί αξιόλογος και βιώσιμος, είναι δύσκολο να δούμε γιατί οποιαδήποτε από τις οκτώ άλλες προοπτικές θα ήταν αντίθετη.

Ο ίδιος υπολογισμός ισχύει και για την επίτευξη της αλληλεγγύης, όπως τονίζεται από την SE. Γιατί μια νέα οικονομία να απορρίψει τους φορείς που επωφελούνται αμοιβαία αντί των φορέων που επωφελούνται μόνο ο ένας εις βάρος του άλλου; Έτσι, μια περιεκτική προοπτική θα μπορούσε να προτρέψει ότι η παραγωγή, η κατανάλωση και η κατανομή θα πρέπει να ευθυγραμμίζουν τα συμφέροντα όλων των φορέων όσο το δυνατόν περισσότερο και σίγουρα να μην αναγκάζουν τα συμφέροντά τους σε εξουθενωτική αντίθεση. Αντί για μια κούρσα αρουραίων όπου μόνο λίγοι επιβιώνουν, ενώ οι υπόλοιποι ταπεινώνονται, υποτάσσονται και εξαθλιώνονται, οι οικονομικοί θεσμοί θα πρέπει να αναγκάζουν όλους τους οικονομικούς παράγοντες να έχουν κυρίως κοινά και όχι κυρίως αντίθετα συμφέροντα. Ένα πρωταρχικό βήμα θα μπορούσε να είναι να γίνουν τα εισοδήματα δίκαια, έτσι ώστε όταν εγώ ωφελούμαι να μην χάνεις εσύ και το αντίστροφο. Ένα άλλο πρωταρχικό βήμα θα μπορούσε να είναι η οργάνωση της λήψης αποφάσεων που δεν θα μοιάζει με καζάνι αντιμαχόμενων συμφερόντων. Ένα τρίτο βήμα θα μπορούσε να είναι η αντικατάσταση της ανταγωνιστικής κατανομής με την κατανομή που ενοποιεί τους συμμετέχοντες.

Στη συνέχεια έχουμε τις πράσινες οικονομίες και τις οικονομίες αποανάπτυξης. Η προσθήκη τους στον αυξανόμενο κατάλογο των στόχων μας είναι ότι όταν οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές καθορίζουν τι θα παράγουν και τι θα καταναλώνουν, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους το περιβαλλοντικό καθώς και το προσωπικό και κοινωνικό κόστος και όφελος. Για το σκοπό αυτό, μια περιεκτική προοπτική θα μπορούσε να προτείνει ένα νέο σύστημα κατανομής στη θέση των αγορών και του κεντρικού σχεδιασμού, διότι με την ανάλυση των κινήτρων και της λογικής τους, γνωρίζουμε ότι οι αγορές και ο κεντρικός σχεδιασμός εγκαθιδρύουν μια τάση συσσώρευσης ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τη διεύρυνση των κερδών, διατηρώντας παράλληλα τις υπάρχουσες ιεραρχίες πλούτου και εξουσίας. Το πότε πρέπει να μειωθεί ή ακόμη και να ανατραπεί η ανάπτυξη ενός τομέα λόγω της χρήσης βασικών πόρων ή λόγω της παραγωγής βλαβερών υποπροϊόντων πρέπει να αποφασίζεται δημοκρατικά. Μια οικονομία θα πρέπει επομένως να αποκαλύψει δυνητικά ελαφρυντικά υποκατάστατα για τους μειούμενους πόρους ή να αναπτύξει μέσα για την πιο φειδωλή χρήση τους, και θα πρέπει να αναπτύξει μέσα για τη μείωση ή την εξάλειψη των αρνητικών υποπροϊόντων μέσω οργανωτικών ή τεχνικών καινοτομιών – ή, όταν χρειάζεται, θα πρέπει να υποβαθμιστεί δίκαια.

Τέλος, και με γενικότερο αντίκτυπο, σε συμφωνία με τους στόχους της διακοινοτικής, φεμινιστικής και αντιεξουσιαστικής οικονομίας, μια περιεκτική προοπτική θα μπορούσε να επιδιώξει να αποτρέψει την παραγωγή ή την κατανάλωση που δημιουργούν υλικές ή εξουσιαστικές ιεραρχίες πλούτου, συνθηκών ή επιρροής. Θα μπορούσε ταυτόχρονα να σέβεται τα επιτεύγματα που προέρχονται από τις διασταυρούμενες συγγενικές/φυλετικές, πολιτιστικές/κοινοτικές και πολιτικές καινοτομίες, όπως αυτές προκύπτουν και προωθούνται από τους μετασχηματισμούς αυτών των οικονομικών-διασταυρούμενων σφαιρών ζωής. Και, φυσικά, θα μπορούσε να αντιμετωπίζει τις άλλες οικονομίες εξωτερικά σύμφωνα με τις αξίες που σέβεται και εκπληρώνει εσωτερικά.

Συμμετοχική οικονομία;!

Η συζήτηση που προηγήθηκε υποδεικνύει τι είδους προτάσεις θα μπορούσαν ενδεχομένως να ωθήσουν τους υποστηρικτές καθεμιάς από τις εννέα προοπτικές που επισημάναμε να συμφωνήσουν σε ένα περιεκτικό, γενικό οικονομικό όραμα. Και, πράγματι, μια υπάρχουσα δέκατη προοπτική που ονομάζεται συμμετοχική οικονομία επιδιώκει να ωριμάσει προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Οι βασικοί οικονομικοί θεσμοί της είναι τα παραγωγικά κοινά, τα αυτοδιαχειριζόμενα συμβούλια εργαζομένων και καταναλωτών, ένας νέος καταμερισμός εργασίας που ονομάζεται ισορροπημένα συγκροτήματα θέσεων εργασίας, δίκαιη αμοιβή για τη διάρκεια, την ένταση και την επιβάρυνση της κοινωνικά αποτιμώμενης εργασίας (καθώς και πλήρες εισόδημα για όσους δεν μπορούν να εργαστούν), και, τέλος, για την κατανομή, συμμετοχικός σχεδιασμός στη θέση των αγορών και του κεντρικού σχεδιασμού.

Ακολουθούν οι βασικοί στόχοι των εννέα προοπτικών, όπου για καθεμία από αυτές σημειώνουμε πολύ σύντομα πώς η συμμετοχική οικονομία θα μπορούσε να τους ανταποκριθεί.

Δεν υπονοούμε ότι αυτό το σύντομο δοκίμιο αποδεικνύει ότι η συμμετοχική οικονομία μπορεί να αποτελέσει μια ενοποιητική δέκατη προοπτική για τις άλλες εννέα. Ισχυριζόμαστε μόνο ότι κάνει αρκετή πρόοδο προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε αν πιστεύετε ότι η ύπαρξη ενός ενοποιητικού οικονομικού οράματος θα ωφελούσε τον αντικαπιταλιστικό ακτιβισμό, τότε ίσως συμφωνήσετε επίσης ότι αξίζει να εργαστούμε για να καταλήξουμε σε μια περιεκτική προοπτική. Ένα βήμα θα μπορούσε να είναι η πληρέστερη παρουσίαση, συζήτηση και διερεύνηση των δέκα προσεγγίσεων του οικονομικού οράματος που προσφέρονται εδώ, με την ελπίδα να προωθηθεί μεγαλύτερη ενότητα στη θέση της πολλαπλασιαζόμενης αμφισβήτησης.

Είναι η Συμμετοχική Οικονομία συμπεριληπτική; Αυτό θα το αποφασίσετε εσείς και ο χρόνος.

Και μια πρόσφατη συνέντευξη του Michael Albert:

kosmodromio.gr | Γιώργος Καλογήρου

Γιατί φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό να ψηφίζω για το ποιος παίκτης θα φύγει από ένα ριάλιτι και όχι για τον προϋπολογισμό που προτείνει η κυβέρνηση;

We created it,
Let’s take it over!
Patti Smith

Η απελευθέρωση των επιθυμιών, η ανάδειξη των ποικίλων ταυτοτήτων στο προσκήνιο της πολιτικής και του πολιτισμού, η ελεύθερη πρόσβαση στους καρπούς της τεχνολογικής επανάστασης, και μάλιστα εν μέσω σχετικής αύξησης της γενικής οικονομικής ευμάρειας, εν συντομία: όλα όσα υπήρξαν βασικές μεταβλητές αυτού που ονομάστηκε «μεταμοντερνισμός» στο υποκειμενικό πεδίο, δεν αποτέλεσαν, παραδόξως, καλούς οιωνούς για τη ριζοσπαστική πολιτική πρακτική. Post factum, αποδεικνύεται πως δεν βοήθησαν ιδιαίτερα ούτε τη δημοκρατική παράδοση στη Δύση. Δεν είναι τυχαίο επίσης πως η ίδια η ανάδυσή τους συνέπεσε με μια συντηρητική πολιτική στροφή στον αγγλοσαξονικό κόσμο αλλά και με το συμβολικό «τέλος» των μεγάλων πολιτικών εξεγέρσεων της νεολαίας και της εργατικής τάξης στην Ευρώπη, όπως αυτό μπορεί να εντοπιστεί στο τέλος του μακρύ ιταλικού Μάη (αλλά και του κινήματος των εργοστασιακών επιτροπών στην Ελλάδα).

Η εποχή, που έφερε στην προμετωπίδα της την εγκαθίδρυση της πρωταρχικότητας των Πολλών έναντι του Ενός, παρ’ όλες τις -λογικές- ριζοσπαστικές ελπίδες που έφερνε στις αποσκευές της, εμφανίστηκε στην πορεία απολύτως συμβατή με το γενικευμένο καταναλωτισμό και τις διάφορες μορφές «ευέλικτης συσσώρευσης» που έφεραν τελικά το σπάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας και τη σημερινή διαρκή κρίση («permacrisis»).

Ωστόσο, οι παραπάνω διαπιστώσεις παραμένουν γενικές. Αποτυγχάνουν να εντοπίσουν την άλλη όψη του νομίσματος, ειδικά εκείνη που αφορά την τεράστια επανάσταση που σημάδεψε από την αφετηρία της τη νέα χιλιετία: το διαδίκτυο και την πρωτοφανή στην ιστορία παγκόσμια διασύνδεση της ανθρωπότητας. Ο τρόπος που έλαβε χώρα αυτή η αλλαγή, η ένταση και η ταχύτητά της, δεν άφησε περιθώρια αναστοχασμού πάνω στις πρακτικές δυνατότητες που ανοίχτηκαν εν μία νυκτί όχι απλά για τη ριζοσπαστική δράση, αλλά για τη δυνάμει αναδιάταξη του συνόλου της πολιτειακής θέσμισης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ένα εξαιρετικό, και ιδιαίτερα επίκαιρο για μας, παράδειγμα αποτελούν οι εκλογές.

Αναμφίβολα, η καθολική ψηφοφορία υπήρξε κατάκτηση των μαζών εντός της συνέχειας των μεγάλων πολιτικών τομών της νεωτερικότητας. Εντούτοις, η κριτική στην αντιπροσώπευση και το αίτημα για άμεση δημοκρατία γεννήθηκε ταυτόχρονα με τις δύο μεγάλες πολιτικές επαναστάσεις στην Αγγλία και τη Γαλλία, ενώ υπήρξε και το απωθημένο τους, η δική τους «πρωταρχική σκηνή» που τροφοδοτούσε υπόγεια την ριζοσπαστική τους ανάπτυξη. Η απάντηση του αστικού φιλελευθερισμού ήταν βέβαια συντηρητική, αλλά είχε με το μέρος της τη λογική.

Προφανώς τα έθνη-κράτη του 19ου αιώνα, μεγάλα σε χωρική έκταση και με τον πληθυσμό τους να αυξάνεται ολοένα, δεν θα μπορούσαν να κυβερνηθούν με τον τρόπο που θεώρησε ιδανικό η αρχαία Αθήνα των 50.000 ανδρών. Επιπλέον, η μαζική εκπαίδευση ήταν ακόμη στα σπάργανα, ενώ τα μέσα επικοινωνίας πενιχρά. Ως εκ τούτου ο ορίζοντας της άμεσης δημοκρατίας, το κλασικό ιδεώδες της πολιτικής αυτοθέσμισης, παρέμεινε ανενεργό και το κοινοβουλευτικό αστικό σύστημα στις διάφορες παραλλαγές του δεν ένιωσε ποτέ να απειλείται ουσιαστικά, τουλάχιστον στη Δύση.

Πόσο μακρινή και αναχρονιστική όμως φαντάζει αυτή η συζήτηση την εποχή του ΤikΤok, του Facebook, του Twitter; Και γιατί ο πολίτης της Δύσης σήμερα μπορεί καθημερινά να σχολιάζει τα πάντα δημόσια και να επικοινωνεί πολιτικά και πολιτισμικά με όλο τον πλανήτη, ενώ την ίδια στιγμή οι δικές του πολιτικές δυνατότητες απόφασης τείνουν στο μηδέν; Γιατί φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό να μπορώ να ψηφίσω για το ποιος παίκτης θα φύγει από ένα ριάλιτι ή για το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς ή για τις «τάσεις» στο YouTube ή για οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί ο νους, ενώ την ίδια ώρα δεν μπορώ να ψηφίσω για τον προϋπολογισμό που προτείνει η κυβέρνηση ή για ένα κρίσιμο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής;

Η αστική ιδεολογία ενήργησε από πολύ νωρίς, έτσι ώστε ανάλογα ερωτήματα να απωθηθούν στη σφαίρα της ουτοπίας. Το νομοτελειακό άνοιγμα των πολιτικών δυνατοτήτων έπρεπε να «μπαζωθεί» με μεγάλες ποσότητες λούμπεν ψυχαγωγίας και ναρκισσισμού για να κρυφτεί η πραγματική προοπτική. Αργότερα, ήρθε ο μαζικός έλεγχος και η παρακολούθηση. Στην μη-πλήρωση του ανοικτού πεδίου δυνατοτήτων από τη ριζοσπαστική θεωρία και πρακτική συνετέλεσε και μια ορισμένη τεχνοφοβία της Αριστεράς. Όχι άδικα βέβαια, καθώς η μέχρι τώρα ιστορία έχει δείξει πως η αυτονόμηση της τεχνικής επιφέρει διαρκώς πλήγματα στο πολιτικό. Προφανώς και οι παραγωγικές δυνάμεις επικαθορίζονται από τους αφέντες των παραγωγικών σχέσεων. Βεβαίως και το ίντερνετ δημιουργήθηκε σε ένα ορισμένο κοινωνικό και παραγωγικό πλαίσιο σε κάποιο εργαστήριο του αμερικανικού στρατού. Και βεβαίως, έξω από μια μαζική συνειδητή πολιτική μάχη για την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μεγάλα μέσα παραγωγής δεν μπορεί να νοηθεί μια χρησιμοποίηση των νέων τεχνολογιών για δημοκρατικούς σκοπούς.

Όλα αυτά είναι γνωστά και ισχύουν. Ισχύει όμως, με διαλεκτικό τρόπο, και το αντίθετο. Η παρούσα έκρηξη της τεχνολογικής ανάπτυξης είναι, τρόπον τινά, δική μας. Μας ανήκει. Αποτελεί το τελικό αποτέλεσμα της συσσωρευμένης χειρωνακτικής και κυρίως πνευματικής εργασίας των προηγούμενων γενιών εργαζομένων. Η ιδιοποίησή της από τα εκάστοτε μονοπώλια πρέπει να ιδωθεί ως ανορθογραφία, ως το «ιστορικό κακό». Εκείνο που ορίστηκε από τον Μαρξ ως «γενική διάνοια» έκανε επιτέλους τα πρώτα του βήματα στις αρχές της χιλιετίας που διανύουμε. Αυτό πρέπει να συνειδητοποιηθεί, και μαζί του να έρθει η συνειδητοποίηση πως η άρνηση της γενικευμένης εμπορευματικής μορφής, της εμπορευματοποιημένης εργασίας και της ιδιοκτησίας δεν είναι πια αδύνατη λόγω υλικών συνθηκών. Το ακριβώς αντίθετο.

Στο πεδίο της πολιτικής, η συγκεκριμένη εξέλιξη έχει καταστήσει την αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία έναν ιστορικό αναχρονισμό. Και αυτό είναι αμετάκλητο. H πρωταρχικότητα των Πολλών μπορεί σήμερα να επιστρέψει όχι ως πολιτισμική λογική, λειτουργώντας ετερόνομα και ζητώντας αναγνώριση από του τριακόσιους -δηλαδή από το Ένα της αστικής θέσμισης-, αλλά ως ουσιαστική καθημερινή πολιτική πρακτική βίου, σχηματίζοντας νέους δημοκρατικούς ορίζοντες, μοναδικούς στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Είναι ορατή σήμερα, στην εποχή που ζούμε, η προοπτική της άμεσης δημοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο κάθε πολίτης, με το έξυπνο κινητό του μπορεί να συμμετέχει καθημερινά στις πολιτικές αποφάσεις. Αυτή η δυνατότητα, αν δεν γίνει όπλο σοβαρής πολιτικής προπαγάνδας και ζύμωσης σε πλατιές μάζες, θα συνεχίσει αντιστρέφεται και να μεταλλάσσεται σε πολιτική λουμπενοποίηση και πολιτισμικό εξανδραποδισμό. Δεν υπάρχουν κενά στον πολιτικό χώρο. Ο αντίπαλος είναι ήδη αρκετά βήματα μπροστά και ελέγχει, αξιωματικά, το πεδίο.

Αν ο πυρετός που καταλαμβάνει σε κάθε προεκλογική περίοδο τα περισσότερα κομμάτια του ανταγωνιστικού κινήματος ενέτασσε και την παραπάνω προοπτική στους ποικίλους προβληματισμούς του τα πράγματα θα εξελίσσονταν πιο γόνιμα και ουσιαστικά. Ίσως να άνοιγε ένας διάλογος που θα βρίσκονταν εκτός της αέναης αναπαραγωγής του ίδιου, που αντανακλά την κανονικότητα του υπάρχοντος. Και, το σημαντικότερο, ίσως να αποφεύγονταν οι βαριές απογοητεύσεις που έρχονται όταν κυνηγάς ένα πουκάμισο αδειανό.

Μετάβαση στο περιεχόμενο