Τι μας αρέσει

Συναίνεση και Καταναγκασμός στην Αυστραλία | Paul Tyson

Paul Tyson

Μετάφραση: Κώστας Βέργος, μέλος της ΟΕΜΥ (Ομάδα Εθελοντών Μεταφραστών και Υποτιτλιστών του ΜέΡΑ25.

Περίληψη: Στην Αυστραλία θεωρείται ηθικά σκόπιμο, τόσο για τις πολιτειακές όσο και για τις ομοσπονδιακές κυβερνήσεις, να θέτουν πληθυσμιακούς στόχους εμβολιασμού κατά του COVID και, συγχρόνως, πολίτες, ιδρύματα και επιχειρήσεις να «πράττουν το σωστό» και να υποστηρίζουν τέτοιους στόχους. Έτσι, στο όνομα της ηθικής της Δημόσιας Ασφάλειας, ομοσπονδιακή και πολιτειακές κυβερνήσεις προσφέρουν δελεαστικά κίνητρα «επιστροφής στην κανονικότητα» για να ενθαρρύνουν τον εμβολιασμό και επιβάλλουν σοβαρούς αποκλεισμούς στους «διστακτικούς έναντι του εμβολιασμού» μέχρι αυτοί να κάνουν το εμβόλιο. Υπάρχει μια προφανής ηθική λογική σε αυτό το πλαίσιο της παγκόσμιας πανδημίας COVID. Ωστόσο, το να γίνεται ο εμβολιασμός λειτουργικά υποχρεωτικός για εργαζομένους, που θα χάσουν τη δουλειά τους εάν δεν εμβολιαστούν, και για φοιτητές, που δεν θα μπορέσουν να πάνε στην πανεπιστημιούπολη εάν δεν εμβολιαστούν, εγείρει μια σειρά από πιο περίπλοκα ηθικά ζητήματα, πιο περίπλοκα από την απλή ιδέα «να κάνει κανείς το σωστό». Προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με την έννοια της συναίνεσης και την ηθική των «ομάδων που τίθενται εκτός». Αυτό το άρθρο διερευνά αυτά τα ερωτήματα στο πλαίσιο αυτού που ο C. S. Lewis αποκαλεί «κυβέρνηση στο όνομα της επιστήμης». Μια τέτοια κυβέρνηση είναι μια μετα-φιλελευθερο-δημοκρατική μορφή εκτελεστικής, επικοινωνιακής και εμπορικής εξουσίας, η οποία κρύβει σοβαρούς ηθικούς κινδύνους. Η «Δημόσια Υγεία» έχει γίνει πολύ πιο πολύπλοκη υπόθεση, από ηθικής πλευράς, σε σχέση με από ένα απλό, απλοϊκό σύστημα που  αντιπαραθέτει την καλή επιστημονική «δημόσια ασφάλεια» στις κακές «αντιεμβολιαστικές» συνωμοσίες. Αυτό το θέμα προσκρούει σε μετα-καπιταλιστικές κατηγορίες εξουσίας, όπως φαίνεται και στην σιωπηρή αποτύπωση της πολιτικής διαδικασίας μιας τεχνοκρατικής, ολιγαρχικής συνέργειας κρατών και εταιρειών.

Άλλο είναι το να παρέχεις κίνητρα για τον εμβολιασμό και αντικίνητρα για τον μη-εμβολιασμό, και εντελώς διαφορετικό πράγμα είναι το να ξεπερνάς την ενίοτε λεπτή γραμμή μεταξύ συναίνεσης και εξαναγκασμού. Τα συνήθη επιχειρήματα σχετικά με την ηθική του εμβολιασμού ακουμπάνε αυτή την λεπτή γραμμή. Σεβόμενος την ευημερία της κοινότητάς μου, και ιδιαίτερα των σωματικά πιο ευάλωτων στην κοινότητά μου, ως ένα ηθικό άτομο θα κάνω ό,τι μπορώ για να μην προκαλέσω κακό σε άλλους. Εάν ο εμβολιασμός μου βελτιώνει τα συνολικά αποτελέσματα υγείας των ευάλωτων ατόμων μέσω της υψηλότερης ανθεκτικότητας της αγέλης στον COVID, τότε ο εμβολιασμός είναι το σωστό πράγμα που πρέπει να κάνουμε για να πετύχουμε το μεγαλύτερο καλό. Αυτό το «σωστό» μπορεί να περιορίσει τις προσωπικές μου ελευθερίες και μπορεί ακόμη και να ενέχει προσωπικό κίνδυνο όσον αφορά τις παρενέργειες του εμβολιασμού, αλλά το ηθικό άτομο θα θέσει τη δική του ευκολία και τους κινδύνους ως δευτερεύοντα σε σχέση με το καλό της αγέλης και το συμφέρον των ευάλωτων. Ως εκ τούτου, όσοι αρνούνται να εμβολιαστούν δείχνουν έλλειψη ηθικής υπευθυνότητας με την επιλογή τους να μην εμβολιάζονται.

Ενώ συμφωνώ πλήρως με τη βασική ιδέα που εκφράστηκε παραπάνω, ότι η ανησυχία και η έγνοια για τους ευάλωτους χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ηθική, υπάρχει, από την άλλη, ένα πρακτικό πρόβλημα και μια σειρά ηθικών ζητημάτων που με το παραπάνω επιχείρημα τίθενται ως δικαιολογία για τη χρήση «καρότων και ραβδιών» (καφέ και ανεργίας) που προτείνονται με σκοπό να αυξηθούν τα ποσοστά του εμβολιασμού.

Το πρακτικό πρόβλημα είναι ότι ο εμβολιασμός δεν σας εμποδίζει να προσβληθείτε ή να μεταδώσετε τον COVID [1]. Ο εμβολιασμός είναι ξεκάθαρα ένα μέσο με το οποίο το εμβολιασμένο άτομο μπορεί εύλογα να αναμένει ότι θα είναι λιγότερο ευάλωτο σε σοβαρούς κινδύνους για την υγεία του στην περίπτωση κατά την οποία θα προσβληθεί από τον COVID. Ωστόσο, λόγω της συνεχώς εξελισσόμενης φύσης του ιού, νέα στελέχη μπορούν να κάνουν τους στοχευμένους εμβολιασμούς αναποτελεσματικούς ως μέσα πρόληψης της αρχικής μόλυνσης και μετάδοσης. Μια λεπτομερής ανάλυση του πόσο πολύ ή πόσο λίγο ο εμβολιασμός επηρεάζει τα ποσοστά μόλυνσης και την μετάδοση διαφορετικών εξαιρετικά μεταδοτικών στελεχών του COVID δεν εμπίπτει στο πεδίο ενδιαφέροντος αυτού του άρθρου. Το μόνο σημείο που επισημαίνεται εδώ είναι ότι δεν είναι μια ανοιχτή και κλειστή υπόθεση το ότι μια μικρή μειοψηφία μη εμβολιασμένων ατόμων σε έναν πληθυσμό αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για την ανθεκτικότητα του γενικού πληθυσμού στο σύνολό του όταν πρόκειται απλώς για την προσβολή και μόλυνση από τον COVID.

Το σύνολο των ηθικών προβλημάτων που θέλω να ξετυλίξω εδώ αφορά τη συγκεχυμένη ηθική σκέψη σχετικά με τον εξαναγκασμό και τη συναίνεση.

Για τους εμβολιασμούς απαιτείται πάντα συναίνεση

Για να κάνει κανείς το εμβόλιο κατά του COVID, πρέπει να έχει δώσει τη συγκατάθεσή του γραπτώς ή να δοθεί η συγκατάθεση εκ μέρους κάποιου/κάποιας που είναι νομικά υπεύθυνος/υπεύθυνη για το άτομο που εμβολιάζεται. Δηλαδή, οι εμβολιασμοί κατά του COVID δεν μπορούν να επιβληθούν ως υποχρεωτικοί από τις κυβερνήσεις μας ή να χορηγηθούν σε κάποιον/κάποια παρά τη θέλησή του. Φανταστείτε την αστυνομία να περιορίζει τους ανθρώπους ώστε οι γιατροί να τους εμβολιάσουν παρά τη θέλησή τους. Αυτό θα ήταν εξωφρενικό, γιατί το σώμα κάποιου θεωρείται ιδιοκτησία του ατόμου – όχι ιδιοκτησία του κράτους – με αναφαίρετο τρόπο. Τα πράγματα που αφορούν άμεσα το σώμα κάποιου έχουν άμεση σημασία για το πρόσωπό του και αποτελούν τελική ευθύνη αυτού του ατόμου και κανενός άλλου. Η συναίνεση, λοιπόν, είναι μια αναπόσπαστη δυναμική του εμβολιασμού. Οι κυβερνητικές πολιτικές που συμβουλεύουν και προωθούν τον εμβολιασμό ως πολιτική δημόσιας υγείας δεν μπορούν να παρακάμψουν τη συναίνεση.

Η συναίνεση δεν είναι μια συνεπακόλουθη ηθική κατηγορία

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η συναίνεση δεν είναι αυτό που οι ηθικοί φιλόσοφοι κατανοούν ως συνεπακόλουθη κατηγορία (κατηγορία εννοιών που έπονται κάποιων άλλων). Δηλαδή, η συναίνεση δεν θεωρείται ότι είναι γνήσια ή έγκυρη με βάση ένα «καλό» αποτέλεσμα που προκύπτει από τη συναίνεση. Η συναίνεση είναι μια δεοντολογική ηθική κατηγορία που είναι έγκυρη ή άκυρη με βάση την ακεραιότητα της ίδιας της πράξης της συναίνεσης και όχι με βάση το τι συμβαίνει ως αποτέλεσμα αυτής της πράξης. Έτσι, ακόμα κι αν υπάρχουν διαφορετικοί τύποι συνεπειών για διαφορετικά είδη συναίνεσης, δεν είναι οι συνέπειες αυτών των συναινέσεων που καθιστούν τη συναίνεση έγκυρη ηθική πράξη ή όχι, αλλά είναι η ακεραιότητα της ίδιας της πράξης της συναίνεσης που την καθιστά ηθικά έγκυρη ή όχι.

Κάθε συνεπακόλουθο επιχείρημα, σχετικά με το γιατί κάποιος πρέπει να εμβολιαστεί, μπορεί να αξιολογηθεί από πλευράς παραγομένων συνεπειών, αλλά αυτά τα πιθανά αποτελέσματα από μόνα τους δεν έχουν καμία σχέση με την εγκυρότητα ή την ακυρότητα της συναίνεσης οποιουδήποτε πολίτη. Η συναίνεση είναι είτε δωρεάν και εθελοντική, είτε δεν είναι συναίνεση – όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα.

Δεν έχουμε μια ανοιχτή συνεπακόλουθη συζήτηση για τα δημογραφικά στοιχεία του εμβολιασμού

Δεν έχουμε ένα ανοιχτό πεδίο συζήτησης για να υποστηρίξουμε τα πλεονεκτήματα ή όχι του εμβολιασμού για τις διάφορες δημογραφικές ομάδες υψηλού ή χαμηλού κινδύνου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κυβερνητική πολιτική είναι μια συνολική πολιτική επί του πληθυσμού, και κατά την επιδίωξη αυτής της γενικής πολιτικής η κυβέρνηση δεν επιτρέπει καμία άλλη στάση στο πεδίο του δημόσιου διαλόγου. Με συνεπακόλουθους όρους, είναι αναμφισβήτητα λογικό για τους ηλικιωμένους και ευάλωτους Αυστραλούς να εμβολιάζονται, αλλά όχι απαραίτητα και για τους νεότερους και σε καλή φυσική κατάσταση Αυστραλούς.

Εάν κάποιος είναι νέος και σε καλή φυσική κατάσταση, μια συνεπακόλουθη ανάλυση των προσωπικών κινδύνων μυοκαρδίτιδας από το εμβόλιο, σε σύγκριση με τους κινδύνους για την υγεία από τη μόλυνση από COVID, μπορεί εύλογα να δώσει σε έναν επαγγελματία αθλητή –όπως ο Novak Djokovic– ένα ικανό λόγο για να μην εμβολιαστεί. Σε αυτό το πλαίσιο, η προσβολή από τον ιό και η απόκτηση φυσικής ανοσίας μπορεί κάλλιστα να είναι μια πιο λογική συνεπακόλουθη ανάλυση του τι θα ήταν μια καλή πορεία δράσης. Δηλαδή, οι ατομικές συνεπακόλουθες προσωπικές ανησυχίες για την υγεία θέτουν επίσης σημαντικά (με συνεπακόλουθους όρους) ηθικά ζητήματα. Χρησιμοποιώ τη λέξη «ηθικά» εδώ γιατί όταν το υγειονομικό αποτέλεσμα του να μην πεθάνεις είναι αυτό που καθιστά μια συγκεκριμένη ενέργεια «καλή», αυτό τότε γίνεται ένα χρηστικό πλαίσιο ηθικής λογικής με την σωματική υγεία να θεωρείται το «καλό» που επιδιώκεται. Εδώ, και οι δύο ενέργειες (ηλικιωμένοι και ευάλωτοι που εμβολιάζονται και νέοι και σε καλή φυσική κατάσταση που αρνούνται να εμβολιαστούν) είναι ηθικές για τον ίδιο βασικό λόγο. Αν κάποιος θέλει να πει ότι η θυσία της υγείας και της ζωής ενός συγκριτικά μικρού αριθμού νέων και σε καλή φυσική κατάσταση ατόμων ώστε να εξασφαλισθεί η υγεία και η ζωή των ηλικιωμένων και των ευάλωτων, αυτό δεν είναι πλέον ένα απλό συνεπακόλουθοεπιχείρημα, αλλά αυτό είναι ένα επιχείρημα που υποστηρίζει ότι οι νέοι και ικανοί πρέπει να επιλέξουν τον αλτρουισμό και την αυτοθυσία για χάρη της σωματικής υγείας των ηλικιωμένων και των μη ευρισκομένων σε καλή φυσική κατάσταση. Αλλά ένα επιχείρημα υπέρ του θυσιαστικού αλτρουισμού δεν είναι ένα συνεπακόλουθό επιχείρημα. Είναι μια δεοντολογική στάση που υποστηρίζει ότι ορισμένοι άνθρωποι, που (συνεπακόλουθα) δεν επιθυμούν να υποφέρουν ή να πεθάνουν υπέρ της αγέλης, θα ήταν αναμενόμενο να το κάνουν ανεξάρτητα από τις (ωφελιμιστικές) κακές συνέπειες για τον εαυτό τους.

Η ηθική πολυπλοκότητα δεν είναι το ίδιο πράγμα με την ηθική σύγχυση

Σε κάθε πραγματικό ηθικό πλαίσιο, όλοι και όλες μας θα διακρίνουμε και θα αντιμετωπίσουμε τόσο συνεπακόλουθες όσο και δεοντολογικές επιλογές, όμως η ηθική σαφήνεια μειώνεται ενεργά εάν υποθέσουμε ότι οι συνεπακόλουθοι συλλογισμοί ορίζουν τις δεοντολογικές πράξεις ή το αντίστροφο. Όπου επιτυγχάνεται ένας βαθμός ηθικής υπεροχής –όπως ο Αριστοτέλης καλά το κατάλαβε– αυτό γίνεται χωρίς το δίχτυ ασφαλείας μιας μόνο σωστής απάντησης, καθώς κάθε πραγματικό ηθικό πλαίσιο είναι κατά κάποιο τρόπο μοναδικό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κυβερνητική πολιτική θα πρέπει να οικοδομείται από τους πολιτικούς μας με τους ηθικούς στόχους κατά νου, αλλά και πάντα αυτή να εφαρμόζεται με ηθική ταπεινότητα. Η αυταρχική ηθική ύβρις, που επιβάλλεται στους πολίτες από την πολιτική εξουσία, που απαιτεί ολική συμμόρφωση με μία μόνο ορθή ηθική γνώμη (όλοι οι ηθικοί άνθρωποι θα εμβολιαστούν), αποτελεί προσβολή της ηθικής αξιοπρέπειας κάθε ατόμου, όσον αφορά την αναφαίρετη κυριότητα του σώματός του, και αποτελεί άρνηση των σχετικών ελευθεριών συναίνεσης και λήψης αποφάσεως που συνοδεύουν τους ενήλικες πολίτες μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Η συναίνεση είναι ασύμβατη με τον εξαναγκασμό

Για να είμαστε ηθικά ξεκάθαροι, η συναίνεση σε οποιοδήποτε πλαίσιο είναι μια γνήσια συναίνεση μόνο εάν δεν είναι υπό εξαναγκασμό. Ο εξαναγκασμός μπορεί να είναι λεπτός και μπορεί να ενορχηστρωθεί σκόπιμα έτσι ώστε να δώσει στο άτομο που συναινεί ή δεν συναινεί την έντονη εντύπωση ότι δεν έχει πραγματική επιλογή. Η δεοντολογική συναίνεση μέσω συνεπακόλουθων κινήτρων και απειλών είναι μια μορφή φιλοσοφικής κακοποίησης όπου μια γνήσια ελευθερία ανταλλάσσεται με εξαναγκαστικά επιβαλλόμενες καταστάσεις που επιβάλλονται από εκείνους που βρίσκονται σε θέση μεγαλύτερης ισχύος. Εδώ οι ισχυροί στην πραγματικότητα «αγοράζουν» τη συναίνεση των σχετικά ανίσχυρων, αλλά αυτή δεν είναι πια μια ελεύθερη ή πραγματική συναίνεση που αυτοί έχουν αγοράσει. Όπου τα κίνητρα, οι απειλές, ο αποκλεισμός, η ανεργία και η πολιτική κατάχρηση της αστυνομικής ισχύος συνοδεύουν ένα αίτημα για «συναίνεση», ο εξαναγκασμός είναι παρών και αυτός έχει αλλοιώσει την ηθική ακεραιότητα της πράξης της συναίνεσης.

Η συναίνεση είναι ασύμβατη με τις ανισότητες σε ισχύ και γνώση

Η συναίνεση είναι μια βαθειά εξισωτική έννοια, μια έννοια αληθινής ισότητας, η οποία ισχύει μόνο μεταξύ μερών τα οποία θεωρούνται ισότιμα σε αξιοπρέπεια, ωριμότητα και κατανόηση. Οι σχέσεις αυθεντικής συναίνεσης δεν μπορούν να έχουν οποιοδήποτε νόημα όταν επιβάλλονται ανισότητες μεταξύ ευάλωτων και ισχυρών και όταν ο λόγος της έγκυρης γνώσης ελέγχεται από ένα και μόνο μέρος. Ένα πλαίσιο στο οποίο οι ελεύθεροι πολίτες γίνονται καταναγκαστικά ευάλωτοι (απειλές απώλειας εργασίας κλπ) και αντιμετωπίζονται ως ανίκανοι να διακρίνουν την αλήθεια από το ψέμα (όταν οι έγκυροι εμπειρογνώμονες του κράτους παρουσιάζουν πολύ προσεκτικά μόνο μια λογική ερμηνεία της αλήθειας) είναι ένα πλαίσιο όπου οι πολίτες είναι λειτουργικά υποχρεωμένοι να εμπιστεύονται τους ισχυρούς και να πιστεύουν τους ειδικούς, όποιες κι αν είναι οι δικές τους αξιολογήσεις και κρίσεις. Οι ισχυρισμοί, σύμφωνα με τους οποίους είναι ανήθικο το να μην εμπιστεύεσαι και να μην πιστεύεις σε ένα τέτοιο πλαίσιο, κουβαλάνε τις υποθήκες ενός ηθικολογικού εξαναγκασμού. Δεν μπορεί τελικά να υπάρξει μια πραγματικά μη καταναγκαστική συναίνεση στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει ενσωματωμένη στη σχέση μεταξύ κράτους και πολίτη μια δομική ανισότητα ισχύος και γνώσης. Μια πραγματικά μη εξαναγκαστική συναίνεση δεν μπορεί να επιτευχθεί τελικά εάν η συμμόρφωση με μια αναμφισβήτητη, επικυρωμένη από το κράτος, «οδηγία»/«σύσταση», που απαιτεί «συναίνεση», θεωρείται «καλή», ενώ, την ίδια ώρα, η οποιαδήποτε δημόσια εκφρασμένη αμφισβήτηση και διαφωνία με την εγκυρότητα αυτής της «οδηγίας» θεωρείται «κακή» (ικανή επίσης να θέσει κάποιον σε κίνδυνο να κατηγορηθεί για υποκίνηση) και επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία. Αυτού του είδους οι ηθικολογικές ανισότητες δυναμικής της εξουσίας-και-πληροφορίας, οι οποίες υποστηρίζονται από αυξημένη αστυνομική ισχύ, είναι δομικά καταναγκαστικές.

Η συναίνεση συνεπάγεται τη γνήσια ελευθερία παρακράτησης της συναίνεσης

Είναι σημαντικό ζήτημα, σε οποιοδήποτε πλαίσιο συναίνεσης, η ελεύθερη και χωρίς εξαναγκασμό ικανότητα να μη συναινεί κάποιος ή κάποια να είναι γνήσια και αληθινή. Για τα άτομα που –για οποιονδήποτε λόγο– δεν συναινούν να κάνουν εμβόλιο κατά του COVID, η άνευ εξαναγκασμού ελευθερία τους να μην εμβολιάζονται πρέπει να επιβεβαιώνεται, προκειμένου η ίδια η συναίνεση να θεωρείται γνήσια πραγματικότητα σε αυτό το πλαίσιο. Εάν οι μη εμβολιασμένοι πολίτες: πιέζονται να εμβολιαστούν από την απειλή της ανεργίας, του δημόσιου αποκλεισμού και του περιορισμού της μετακίνησης και της συναναστροφής, εάν οι μη εμβολιασμένοι τίθενται σε μια βαθειά άνιση σχέση εξουσίας μεταξύ κράτους και πολίτη, σχέση υποστηριζόμενη από άσκηση ισχυρής αστυνομικής ισχύος και από εσκεμμένο εκφοβισμό, ακόμη και από τη σύλληψη ή την απέλαση φερόμενων ή πραγματικών διαφωνούντων με τις κυβερνητικές οδηγίες, εάν υπάρχει ένα ηθικολογικό και πατερναλιστικό τεκμήριο ωριμότητας και αλήθειας εκ μέρους της κυβέρνησης, που υποδηλώνει ανηθικότητα και άγνοια προδίδουσα ανωριμότητα για όσους δεν αποδέχονται τις κυβερνητικές «οδηγίες», τότε όλες οι υποθήκες εξαναγκασμού και καλλωπισμού βρίσκονται μπροστά μας και μόνο οι πολύ αποφασισμένοι άνθρωποι, που δεν συναινούν, θα παραμείνουν χωρίς εξαναγκασμό. Αλλά ένα τέτοιο πλαίσιο περιπαίζει την ίδια την ιδέα της συναίνεσης.

Μπορεί η συναίνεση να ανταλλάσσεται νόμιμα με τη δημόσια ασφάλεια σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης;

Η λογική των μεγάλων κινήτρων και απειλών προκειμένου να πειστούν σχεδόν όλοι οι Αυστραλοί να εμβολιαστούν κατά του COVID είναι η λογική της δημόσιας ασφάλειας που αποκτάται με τίμημα την ουσιαστική και μη καταναγκαστική συναίνεση. Η ιδέα εδώ είναι ότι η ελεύθερη και χωρίς εξαναγκασμό συναίνεση κάθε πολίτη είναι λιγότερο σημαντική σε σχέση με τη δημόσια υγεία. Αξίζει αυτή η στάση στον βαθμό κατά τον οποίο θα κριθεί ότι οι κυβερνήσεις μας έχουν μεγαλύτερη ευθύνη να διατηρήσουν αυτό το οποίο ο Giorgio Agamben αποκαλεί «γυμνή ζωή» σε σχέση με την ευθύνη του να μας αντιμετωπίζουν ως πολιτικά όντα των οποίων η συμμετοχική συναίνεση είναι η βάση της εξουσίας της κυβέρνησης. Όμως, το ερώτημα εάν ο λαός θέλει η κυβέρνησή του να παρακάμψει την ελεύθερη συναίνεση κάθε πολίτη ως απάντηση στις οδηγίες για τη δημόσια υγεία, ακυρώνεται υπό τις συνθήκες έκτακτων εξουσιών έκτακτης ανάγκης. Η κήρυξη αυτών των εξουσιών ορίζει ότι η συναίνεση ανταλλάχθηκε με τη δημόσια ασφάλεια. Για βραχυπρόθεσμες ακραίες συνθήκες ακραίου κινδύνου, μια κυβέρνηση μπορεί κάλλιστα να είναι ηθικά επιφορτισμένη με μια τέτοια ανταλλαγή, αλλά, όμως, η «κανονικοποίηση» των εξουσιών έκτακτης ανάγκης καθώς και η υπερβολική προληπτική και αστική ελεγκτική χρήση αυτών των εξουσιών σε οποιοδήποτε εκτεταμένο χρονικό πλαίσιο, δεν ταιριάζει στην περιγραφή της κυβερνητικής ηθικής.

Ας προχωρήσουμε τώρα σε πιο λεπτό έδαφος, το έδαφος της ονοματολογίας. Η γλώσσα είναι ένα ηθικό πλαίσιο επίσης.

Η ονοματολογία του «εμβολιαστικού δισταγμού» είναι καταναγκαστικά φορτισμένη

Η ονοματολογία του «εμβολιαστικού δισταγμού», όπως έχω ακούσει ότι χρησιμοποιείται, υπονοεί ότι, ενώ οι «αντιεμβολιαστές» αποτελούν ένα παράφρον και ανήθικο περιθώριο που είναι πρόθυμο να διακινδυνεύσει τον θάνατο όλων μας για χάρη κάποιου υποτιθέμενου ατομικού «δικαιώματος» να διατηρεί τους δικούς του παράλογους φόβους για την κυβέρνηση και την επιστήμη, οι «διστακτικοί έναντι των εμβολίων» πρέπει να διακρίνονται ηθικά από τους αντιεμβολιαστές επειδή ακριβώς οι «διστακτικοί» «δεν έχουν επιλέξει ακόμη» ελεύθερα να συναινέσουν στον εμβολιασμό. Δηλαδή, όλοι οι λογικοί (ή δυνητικά λογικοί) άνθρωποι που δεν έχουν εμβολιαστεί, ορίζονται από αυτήν την ονοματολογία ως στην πραγματικότητα οι αναποφάσιστοι. Αυτή η λεγόμενη διστακτικότητα είναι ένα εμπόδιο το οποίο η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη (για χάρη της ασφάλειας των πολιτών) να ξεπεράσει, και οι αδαείς και ηθικά διστακτικοί θα ξεπεράσουν αυτούς τους παράλογους φόβους και αυτές τις αμφιταλαντεύσεις κατά του κοινού καλού μέσω μιας συντονισμένης εκστρατείας ενημέρωσης εγκεκριμένων από το Κράτος δράσεων και μέσω καλών και σοφών οδηγιών από αξιόπιστα δημόσια πρόσωπα που απαντούν στους παράλογους φόβους, στους ανήθικους πειρασμούς και προκλήσεις καθώς και στην επιστημονική άγνοια του «διστακτικού έναντι του εμβολίου» ατόμου. Δηλαδή, ο όρος «εμβολιαστική διστακτικότητα» υπονοεί ότι δεν μπορεί κανείς να έχει αποφασίσει να μην εμβολιαστεί για σωστούς λόγους και ότι με λίγη περισσότερη πίεση του σωστού είδους, σχεδόν όλοι οι «μη εμβολιασμένοι» μπορούν να «πειστούν» με ελεύθερη συναίνεση στον εμβολιασμό σύμφωνα με τους στόχους της πολιτικής της κυβέρνησης. Δηλαδή, αυτή είναι μια καταναγκαστική ονοματολογία που φορτίζει ηθικά τον εμβολιασμό ως καλό, σωστά ενημερωμένο και υπεύθυνο, και την επιλογή του να μην εμβολιαστεί κανείς ως κάτι το κακό, το αδαές και το ανεύθυνο. Αυτή όμως δεν είναι μια ονοματολογία συμβατή με τη γνήσια συναίνεση, η οποία περιλαμβάνει την αξιοπρεπή και ελεύθερη επιλογή για γνήσια μη συναίνεση.

Η σύγχυση μιας στάσης πολιτικής δημόσιας υγείας με τη Μία Αλήθεια

Η ονοματολογία του «εμβολιαστικού δισταγμού» – σύμφωνα με την οποία οι «μη εμβολιασμένοι» διστάζουν να κάνουν το σωστό – υπονοεί επίσης ότι υπάρχει μόνο Μία Αληθινή κρίση σχετικά με τον ορθολογισμό, την ηθική και την επιστημονική γνώση. Η Μία Μοναδική Αλήθεια μας λέει ότι όλοι όσοι δεν τυγχάνουν επίσημης ιατρικής εξαίρεσης πρέπει να εμβολιαστούν. Επιπλέον, η τρέχουσα κυβερνητική πολιτική κατέχει ουσιαστικά και προστατεύει προσεκτικά αυτή τη Μία Αλήθεια, προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας. Επιπλέον, αυτή η Μία Αλήθεια συνεπάγεται ότι οποιοσδήποτε πολίτης διαφωνεί με την κυβέρνησή του σχετικά με τις πολιτικές της για τη δημόσια υγεία δεν δικαιούται να διαφωνεί επειδή η κυβέρνηση έχει απλώς δίκιο και οποιαδήποτε διαφωνία με αυτήν αποτελεί απειλή για τη δημόσια ασφάλεια. Η κυβέρνηση έχει μεγάλου κύρους ειδικούς οι οποίοι  υποστηρίζουν αυτή τη Μία Αλήθεια, η οποία αποδεικνύεται ότι είναι αληθινή, παρά το γεγονός ότι κάθε άτομο υψηλού προφίλ, ειδικός ή άλλος, που δεν υποστηρίζει αυτή τη Μία Αλήθεια, θα φιμωθεί, θα συλληφθεί ή θα οδηγηθεί στη φυλακή (ρωτήστε γι αυτό την Zoe Buhler και την Monica Smit) ή θα απελαθεί (ρωτήστε γι’ αυτό τον Novak Djokovic).

Υπάρχει μια άκρως συντονισμένη και πολύ επιτυχημένη προσπάθεια από την κυβέρνηση να ελέγξει τον δημόσιο διάλογο σχετικά με την ασφάλεια, την αποτελεσματικότητα και την αναγκαιότητα εμβολιασμού σχεδόν όλων, και δεν επιτρέπεται καμία ελεύθερη και ανοιχτή δημόσια διαφωνία με αυτή τη στάση της Μιας Αλήθειας. Η αμφισβήτηση των «οδηγιών» της κυβέρνησης και η, με τον ένα ή άλλο τρόπο, έστω και δυνητικά, στήριξη του «διστακτικού έναντι του εμβολίου», για να μην εμβολιαστεί, θεωρείται απειλή για τη δημόσια υγεία και πράξη εγκληματικής υποκίνησης κατά του κράτους που ενεργεί για την υποστήριξη της δημόσιας ασφάλειας υπό τις σαρωτικές εξουσίες επείγουσας ανάγκης που έχει ενδυθεί για να διασφαλίσει τη δημόσια ασφάλεια. Εδώ η δημόσια ασφάλεια δικαιολογεί τον πλήρη περιορισμό οποιασδήποτε ελεύθερης και δημόσιας έκφρασης διαφωνίας, και, παρόλα αυτά, με κάποιο τρόπο, ακόμη αναμένεται να παράσχουμε την ελεύθερη «συναίνεσή» μας στη μόνη σωστή επιλογή που θα επιτρέψει η κυβέρνηση.

Εγώ ο ίδιος είμαι διπλοεμβολιασμένος, αλλά οποιοσδήποτε ενημερωμένος και υπεύθυνος πολίτης μιας φιλελεύθερης κοσμικής δημοκρατίας θα πρέπει να είναι πολύ καχύποπτος για τον ισχυρισμό της κυβέρνησής μας να εκπροσωπεί τη μόνη λογική, ηθική και επιστημονική αλήθεια. Δεν πρόκειται να λειτουργήσει έτσι η πολιτική των ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών, οι οποίοι εξουσιοδοτούν τις δημοκρατικές κυβερνήσεις και τους οποίους οι δημοκρατικές κυβερνήσεις πρόκειται να υπηρετήσουν.

Οι αντιπροσωπευτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες του 19ου αιώνα βασίστηκαν στη λειτουργική απόρριψη του απόλυτου και θεϊκού δικαιώματος των βασιλιάδων να κυβερνούν, και μια νέα θεωρία πολιτικής εγκυρότητας υιοθετήθηκε ώστε το κοινοβούλιο να αντλεί την εξουσία του από τη βούληση των ενεργών πολιτών πού έχουν λόγο και ικανότητα απόφασης. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι πιο αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης αντικαταστάθηκαν από μορφές διακυβέρνησης εξουσιοδοτούμενης από τους διαλεγόμενους πολίτες. Ο Ορθός Λόγος είναι περίπλοκος και, στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, συζητείται ανοιχτά και εξαντλητικά. Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, η ηθική είναι οργανική, αποκαλυπτόμενη όσο το δυνατόν πιο κοντά στο ατομικό επίπεδο, και αποδέχεται πολλαπλές ορθές επιλογές αντί να συγκεντρώνεται και να επιβάλλεται από τις κυβερνήσεις. Η επιστήμη είναι μια σύνθετη, εξελισσόμενη και ευαίσθητη στο χρόνο δραστηριότητα της ανθρώπινης γνώσης, που συχνά υπόκειται σε οικονομική και πολιτική διαχείριση και εκμετάλλευση και σπάνια είναι απλώς «σωστή» εις το διηνεκές. Η επιστημονική γνώση και η πάντα πολύπλοκη τεχνολογική της εφαρμογή είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε αυτή τη στιγμή χρησιμοποιώντας διάφορες μεθοδολογίες ποσοτικοποίησης, παρατήρησης και μοντελοποίησης. Οι ταχέως αναπτυσσόμενες νέες τεχνολογίες θα έχουν πάντα άγνωστες επιπτώσεις, κατανοητές μόνο με την πάροδο του χρόνου. Η Επιστήμη και η Τεχνολογία δεν διαθέτουν ποτέ όλες τις απαντήσεις, και βέβαια και οι δύο υπόκεινται σε διαρκή αναθεώρηση με βάση την ανοιχτά συζητούμενη ερμηνεία, την ελεύθερη διάθεση στοιχείων ανωμαλίας και την περαιτέρω θεωρητικοποίηση. Η επιστήμη απαιτεί άνοιγμα στην αλήθεια χωρίς φόβο. Η επιστήμη απαιτεί διαφωνία εποικοδομητική στην αναζήτηση της αλήθειας. Η επιστήμη δεν προωθείται από ένα άκαμπτο κομφορμισμό με ένα μόνο σωστό δόγμα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η σοβιετική επιστήμη εμποδίστηκε τόσο όταν οι διανοούμενοι καλούντο να παράγουν γνώση πολιτικά ευθυγραμμισμένη με τα ηθικά και πολιτικά δόγματα της ΕΣΣΔ.

Στο πλαίσιο της από το Κράτος εντελλόμενης Μίας Αλήθειας, όπου όλοι οι πολίτες καλούνται να συναινέσουν, φαίνεται ότι το Κράτος προσπαθεί να διεκδικήσει εκ νέου ένα θεϊκό δικαίωμα στην απόλυτη κυριαρχία επί των υπηκόων του. Αυτή όμως δεν είναι η πολιτική της ενεργητικής, ελεύθερα διαφωνούσας και λογικά ανοιχτής φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτικής.

Κυβέρνηση δια της Επιστήμης

Το 1958 ο διάσημος συγγραφέας C.S. Lewis έκανε το εξής σχόλιο στον Observer:

«Φοβάμαι την κυβέρνηση στο όνομα της επιστήμης». Αυτό, διαπίστωνε τότε ο C.S. Lewis, θα οδηγούσε στην αναστολή των πολιτικών διαδικασιών και στην τυραννική επιβολή «της ιδιαίτερης αξίωσης την οποία οι ελπίδες και οι φόβοι αυτής της εποχής καθιστούν πιο ισχυρή». Ιδού η προφητική του ματιά στην εποχή μας:

… η νέα ολιγαρχία πρέπει όλο και περισσότερο να βασίζει την αξίωσή της να μας οργανώνει πάνω στην αξίωσή της στην γνώση. Αν θέλουμε να γίνουμε μητέρες, η μητέρα πρέπει να ξέρει καλύτερα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βασίζονται ολοένα και περισσότερο στις συμβουλές των επιστημόνων, ώσπου στο τέλος οι πολιτικοί να γίνουν απλώς οι μαριονέτες των επιστημόνων. Η τεχνοκρατία είναι η μορφή στην οποία πρέπει να τείνει μια σχεδιασμένη κοινωνία. Τώρα φοβάμαι τους ειδικούς στην εξουσία γιατί είναι οι ειδικοί που μιλούν εκτός των ειδικών θεμάτων τους. Ας μας λένε οι επιστήμονες για τις επιστήμες. Αλλά η κυβέρνηση θέτει και ερωτήματα σχετικά με το τι είναι καλό για τον άνθρωπο και τη δικαιοσύνη, και ποια πράγματα αξίζει να έχουμε και σε ποιο τίμημα, και σε αυτά η επιστημονική κατάρτιση δεν δίνει καμία προστιθέμενη αξία στη γνώμη ενός ανθρώπου. Ας μου λέει ο γιατρός ότι θα πεθάνω αν δεν κάνω αυτό και αυτό, αλλά το αν αξίζει η ζωή με αυτούς τους όρους δεν είναι περισσότερο ζήτημα γι’ αυτόν από ό,τι είναι για οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο.

Όταν η «επιστήμη» είναι το μέσο φίμωσης της πολιτικής διαφωνίας, έχουμε χάσει το νόημα της πολιτικής.

Πολιτική εξουσία και αφηγηματικός έλεγχος

Ένα πρόσφατο παράδειγμα της απόφασης των Αυστραλών πολιτικών παραγόντων να πολιτικοποιήσουν και να τιμωρήσουν κάθε αντίθετη άποψη στην Μία Αλήθεια της κυβερνητικής πολιτικής επί της δημόσιας υγείας φαίνεται από την απόφαση της Αυστραλιανής κυβέρνησης να ανακαλέσει τη βίζα του Novak Djokovic για να παίξει τένις στο Australian Open του 2022. Χωρίς κανένα πραγματικό στοιχείο από ό,τι γνωρίζω, η βίζα του Τζόκοβιτς ακυρώθηκε με τον υπουργικό ισχυρισμό ότι οι μη εμβολιασμένοι Αυστραλοί θα ισχυρίζονταν ότι ο Τζόκοβιτς είναι ήρωας της αντιεμβολιαστικής αντίστασης στις κυβερνητικές «οδηγίες» για τη δημόσια υγεία και η ίδια η παρουσία του στο Australian Open θα μπορούσε να ενθαρρύνει τις διαμαρτυρίες ενάντια στις πολιτικές εμβολιασμού και κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια. Οι αναπόδεικτες εικασίες ήταν, προφανώς, επαρκής λόγος για να αποφασίσουν τα δικαστήριά μας ότι η ανάκληση της βίζας του κ. Τζόκοβιτς εμπίπτει στις αυξημένες νόμιμες εξουσίες του Υπουργού Μετανάστευσης. Όταν πρόκειται για τον ίδιο τον κ. Τζόκοβιτς, φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι αυτός ο επαγγελματίας αθλητής, που έχει φυσική ανοσία από τον COVID ως αποτέλεσμα του ότι έχει νοσήσει από τον ιό, πρέπει να έχει τις δικές του επιφυλάξεις, απορρέουσες από την ιατρική επιστήμη, για να μην εμβολιαστεί. Η πιθανή παρενέργεια της μυοκαρδίτιδας από τα εμβόλια κατά του COVID για άτομα νεαρής ηλικίας –η ίδια η άποψη ότι είναι λιγότερο πιθανό να απειληθεί σοβαρά η υγεία του από μόλυνση από τον COVID– μπορεί να είναι ο λόγος. Αλλά δεν γνωρίζω ο κ. Τζόκοβιτς να δημοσιοποίησε ποτέ τους δικούς του λόγους. Σαφώς, ο τενίστας δεν είναι ελεύθερος να μην εμβολιαστεί εάν θέλει να μπει στην Αυστραλία για να παίξει τένις στο Αυστραλιανό (αποκλειστικά για εμβολιασμένους) Όπεν.

Υπάρχει ένα μόνο επιστημονικό και πολιτικό αφήγημα περί αλήθειας που θα επιτρέψουν οι αυστραλιανές αρχές να εκφέρεται. Αυτή η ίδια η η μοναδικότητα όμως δεν είναι μια επιστημονική, ηθική ή ορθολογική στάση. Είναι σαφές ότι η αυστραλιανή κυβέρνηση απέλασε τον κ. Τζόκοβιτς επιδιώκοντας την επιβεβαίωση ότι ελέγχει την εξουσία της επί του λαού της Αυστραλίας. Η αυστραλιανή κυβέρνηση απαιτεί από όλους τους επισκέπτες να δέχονται τα ίδια αφηγήματα που πρέπει να επαναλαμβάνουν οι Αυστραλοί, δηλαδή ότι όλοι οι λογικοί και άξιοι άνθρωποι επιλέγουν ελεύθερα να εμβολιαστούν. Τα δημόσια πρόσωπα πρέπει να συμμορφώνονται με το συνιστώμενο ηθικό υπόδειγμά της, επειδή η κυβέρνηση επιθυμεί κατά το δυνατόν σχεδόν πλήρη συμμόρφωση των απλών πολιτών. Αυτές οι αυστηρές δημόσιες πράξεις εξουσίας μεταφέρουν το σαφές μήνυμα στο αυστραλιανό κοινό: η συμμόρφωση με τις κυβερνητικές «οδηγίες» απαιτείται ως μια ηθική επιταγή.

Κάνοντας λεπρούς τους αντιεμβολιαστές

Όπου η κυβέρνηση προβάλλει την άποψη για την Μία Αλήθεια και το Ένα Καλό για να συναινέσουν οι πολίτες, αποκλείεται η επιλογή του να μην συναινέσει κάποιος ή κάποια. Από τη στιγμή που κάποιος/α έχει αποφασίσει να μην εμβολιαστεί, αποφάσισε –όπως θεωρούν οι κυβερνητικές μας αρχές– να είναι παράλογος και ανήθικος. Τέτοιοι ανήθικοι και παράλογοι άνθρωποι αποτελούν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια και αξίζει να τιμωρηθούν για την ανηθικότητα και τον παραλογισμό τους με ανεργία σε ορισμένα επαγγέλματα, με αποκλεισμό από πολλούς δημόσιους χώρους και με περιορισμούς μετακίνησης και συναναστροφών (πράγματι βαριές τιμωρίες) και για όλα αυτά θα φταίει το ίδιο το κεφάλι τους. Το πιο θλιβερό είναι ότι οι ανεμβολίαστοι έχουν σχεδόν ποινικοποιηθεί. Το λιγότερο που υφίστανται είναι ότι τοποθετούνται σε ένα μέρος όπου θα αντιμετωπίζονται ως επικίνδυνοι εγκληματίες και θα κινδυνεύουν με βαριά πρόστιμα ή να πεταχτούν στο πίσω μέρος μιας αστυνομικής κλούβας, εάν επιδιώκουν κρυφά να επιδοθούν σε συνηθισμένες κοινωνικές δραστηριότητες, όπως το να κάτσουν για έναν καφέ με έναν φίλο σε μια καφετέρια. Με αυτόν τον τρόπο όσοι δεν συναινούν «ελεύθερα» να ακολουθήσουν τις κυβερνητικές «οδηγίες» εμβολιασμού γίνονται οι λεπροί της κοινωνίας μας και αντιμετωπίζονται ως μια ανήθικη απειλή για τη δημόσια υγεία.

Όταν η άρνηση εμβολιασμού έχει ως αποτέλεσμα να γίνει κάποιος/α λεπρός/ή, τότε δεν υπάρχει ουσιαστική ικανότητα να αρνηθεί ελεύθερα τη συναίνεσή του σε αυτό το πλαίσιο. Η γνήσια συναίνεση είναι μια ψευδαίσθηση σε αυτό το πλαίσιο.

Πού πάμε από εδώ;

Έχοντας μέχρι τώρα επισημάνει ότι ο εξαναγκασμός και η απουσία μιας γνήσιας συναίνεσης κρύβονται μέσα στις τρέχουσες κυβερνητικές πολιτικές, τις οδηγίες, τις εντολές, τις ονοματολογίες και τις επικοινωνιακές πολιτικές του Κράτους, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ίδιοι οι στόχοι της δημόσιας υγείας είναι εγγενώς προβληματικοί. Αυτό σημαίνει μόνο ότι η μεταχείριση από το κράτος όλων αυτών που επέλεξαν να μην συναινέσουν στον εμβολιασμό συνιστά βαθιά κατάχρηση της ίδιας της ιδέας της συναίνεσης. Επιτρέψτε μου να το αναπτύξω αυτό κάπως περισσότερο.

Η κυβέρνηση έχει ποσοστιαίους στόχους για τους εμβολιασμούς, ώστε μόλις επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι να αρθούν οι περιορισμοί δημόσιας ασφάλειας στη μετακίνηση και τη συναναστροφή. Η άρση των κοινωνικών και οικονομικών περιοριστικών κανονισμών δημόσιας ασφάλειας είναι μια έξυπνη και λογική πολιτική. Ωστόσο, αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος με τον οποίο τα καρότα και τα μαστίγια χρησιμοποιούνται ώστε να δίνεται δημόσια το έναυσμα για μια αλλαγή στην κατεύθυνση της πολιτικής καθώς και ο τρόπος με τον οποίο τιμωρούνται όσοι επιλέγουν να μην εμβολιαστούν. Αυτό κάνει αποδιοπομπαίους τράγους τους μη εμβολιασμένους, προκειμένου η κυβέρνηση να μπορέσει και να αλλάζει την κατεύθυνση και να σώζει τα προσχήματα, ώστε να κάνει πάντα μόνο αυτό που είναι προς το συμφέρον της δημόσιας υγείας μας.

Ένα υψηλό ποσοστό Αυστραλών είναι πλέον εμβολιασμένο. Σε αυτό το σημείο, οι κυβερνήσεις μας κινούνται στρατηγικά, από τα λοκντάουν και τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς, στη ζωή με τον ιό χωρίς λοκντάουν και κλείσιμο συνόρων. Οι μη εμβολιασμένοι αποτελούν πλέον ένα μικρό ποσοστό του συνόλου του πληθυσμού και δεν θα κάνουν μεγάλη διαφορά στην υγειονομική μας ικανότητα να αντιμετωπίσουμε υψηλά ποσοστά μόλυνσης από τον COVID. Σε αυτό το σημείο, η εγκατάλειψη των καρότων και των μαστιγίων είναι απίθανο να κάνει μεγάλη διαφορά στην ικανότητά μας να ζούμε με τον ιό. Η σωστή εκτίμηση της φύσης της συναίνεσης καθώς σχετίζεται με το σώμα του ανθρώπου θα σήμαινε ότι η συναίνεση δεν θα πρέπει να «ενθαρρύνεται» εξαρχής από τα καρότα και τα μαστίγια. Όπως και να έχει, ισχυρές κρατικές και θεσμικές «ενθαρρύνσεις» πέτυχαν τους στόχους τους, και σε αυτό το σημείο πρέπει να εγκαταλείψουμε πια τα καρότα και τα μαστίγια για τον εμβολιασμό και να επιτρέψουμε σε όσους επέλεξαν να μην εμβολιαστούν να προσέλθουν και να συμμετάσχουν στη δημόσια ζωή, όπως μπορεί να κάνει και ο εμβολιασμένος πολίτης. Αυτό πολιτικά θα εξουδετερώσει πλήρως το ζήτημα των αντιεμβολιαστών και των εναντιούμενων στο λοκντάουν. Οτιδήποτε διαφορετικό θα σημαίνει διατήρηση της πολιτικής απαξίωσης και αποδιοπομπαίους τράγους καθώς και διατήρηση ακλόνητων σκοπών επίδειξης εξουσίας και αφαίρεσης της συναίνεσης ως ουσιαστικής κατηγορίας όσον αφορά το δικαίωμα και την ευθύνη κάθε ελεύθερου πολίτη να καθορίζει τις υποθέσεις που επηρεάζουν άμεσα το δικό του σώμα και πρόσωπο.

Πιστεύουμε στη συναίνεση ή όχι;

Άραγε πιστεύουμε στην πραγματική συναίνεση όταν πρόκειται για κάθε μεμονωμένο Αυστραλό που θα πάρει μια ουσιαστική απόφαση να εμβολιαστεί ή να μην εμβολιαστεί για τον COVID; Εάν δεν πιστεύουμε, τότε η κυβέρνηση θα πρέπει να επιβάλει τους εμβολιασμούς κατά COVID και να διασφαλίσει ότι θα εφαρμοστεί 100% ο εμβολιασμός της κοινότητας (μείον τον πολύ μικρό αριθμό των με ιατρική άδεια μη εμβολιασμένων ατόμων). Εδώ όλοι οι πολίτες θα αντιμετωπίζονταν ισότιμα, ως βοοειδή ή ως τέκνα του Κράτους. Θα αναγκαζόμασταν να είμαστε ασφαλείς, για το καλό μας. Αλλά αν η κυβέρνηση δεν διατίθεται να αναγκάσει όλους τους Αυστραλούς να εμβολιαστούν, είτε συναινούν είτε όχι, τότε η πραγματική συναίνεση – περιλαμβανομένης της δωρεάν δυνατότητας απόρριψης της συναίνεσης – θα πρέπει να αναζητηθεί, όποιες και αν είναι οι κυβερνητικές οδηγίες για τη δημόσια υγεία. Αλλά το να το θέλουμε και με τους δύο τρόπους – να κάνουμε δηλαδή τον εμβολιασμό λειτουργικά υποχρεωτικό, ενώ συγχρόνως να υποστηρίζουμε την φανταστική ιδέα της ελεύθερα επιλεγμένης συναίνεσης – είναι καταπιεστικό και ανέντιμο, ανεξάρτητα από το γιατί κάποιος μπορεί να αρνηθεί να δώσει τη συναίνεσή του για τον εμβολιασμό κατά του COVID.

Τι σημαίνουν όλα αυτά;

Η δημόσια υγεία αποτελεί βάσιμο μέλημα των κυβερνήσεων. Η άσκηση εξουσιών έκτακτης ανάγκης έναντι έκτακτων απειλών για τη δημόσια ασφάλεια είναι δικαιολογημένη. Σε διεθνές επίπεδο, η Αυστραλία έχει πολύ χαμηλό ποσοστό θανάτων από COVID σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό, κάτι που είναι ένα πραγματικό καλό. Οι ποσοστιαίοι στόχοι εμβολιασμού κάποιας μορφής είναι μια λογική στρατηγική για τη μετάβαση, από το λοκντάουν και την απομόνωση, στη ζωή με τον ιό. Όλα τα παραπάνω μπορούν να αναγνωριστούν με ευγνωμοσύνη, αλλά θα εξακολουθεί να ισχύει ότι η συναίνεση απαιτεί πάντα απαλλαγή από καταναγκασμό και ότι οι πολίτες δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν τα βοοειδή του κράτους. Είναι σημαντικό το ότι η περιοριστική επιδίωξη της δημόσιας ασφάλειας θα πρέπει να γίνει με όσο το δυνατόν πιο ελαφρύ τρόπο και η ανάκτηση των κανονικών ελευθεριών του πολίτη, για όλους, θα πρέπει να επιδιωχθεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο σεβασμό και ταχύτητα. Ο ηθικολογικός αποκλεισμός των μη συμμορφούμενων και μη εμβολιασμένων διχάζει βαθειά την αυστραλιανή κοινωνία, κάτι που είναι πάντα κακό.

Οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης θέτουν στις κυβερνήσεις μια πολιτική πρόκληση. Κάτω από εξουσίες έκτακτης ανάγκης, οι κυβερνήσεις αποκτούν επιτέλους απρόσκοπτο εκτελεστικό έλεγχο πάνω σε κάτι, και ελπίζουν ότι μπορούν να πιστωθούν πολιτικά την γρήγορη και σθεναρή δράση και αντίδραση για λογαριασμό των πολιτών. Οι κυβερνήσεις μας πρέπει να αντισταθούν σθεναρά σε αυτές τις προκλήσεις. Εάν, αντί να επιβάλλεται υβριστικά (και σχεδόν ακατόρθωτα) ο απόλυτος έλεγχος, τα πράγματα παρέμεναν πιο ρευστά και λιγότερο αποφασιστικά και εάν επιδιώκονταν ταυτόχρονα περισσότεροι από ένας στόχοι (ασφάλεια και αξιοπρέπεια του πολίτη), τότε το αποτέλεσμα θα ήταν πιο ηθικό από αυτό που έχουμε δει μέχρι σήμερα. Φαίνεται περισσότερο από πιθανό το ότι με τον ενθουσιασμό τους να προστατεύσουν τη δημόσια ασφάλεια, ως επίδοξοι ήρωες κατάστασης έκτακτης ανάγκης, οι κυβερνήσεις μας χρησιμοποίησαν αυστηρές αστυνομικές εξουσίες, προώθησαν τον αποκλεισμό των μειοψηφικών ομάδων με συστηματικό και βαθειά αλλοτριωτικό τρόπο, συνέτριψαν συχνά βίαια  πολίτες που εξέφρασαν την πολιτική τους διαφωνία και, φυσικά, χλεύασαν τη μη εξαναγκαστική συναίνεση όταν επρόκειτο περί του θέματος του εμβολιασμού. Σίγουρα είναι καιρός να αξιολογήσουμε και να επαναξιολογήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρινόμαστε στην αστική αξιοπρέπεια όλων των Αυστραλών όταν βρισκόμαστε μέσα σε ένα πλαίσιο κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Συμπέρασμα

Έκτακτες εξουσίες έκτακτης ανάγκης και αστυνόμευσης έχουν επιβληθεί πάνω σε άτομα και ομάδες που η κυβέρνηση της πολιτείας της Βικτώριας θεωρεί ότι υποκινούν οποιαδήποτε δημόσια αντίδραση ενάντια στα δρακόντεια και εκτεταμένα μέτρα λοκντάουν και απαγόρευσης κυκλοφορίας στη Βικτώρια. Η χρήση τεθωρακισμένων οχημάτων, σπρέι πιπεριού και σφαιρών καουτσούκ εναντίον αόπλων και μη βίαιων «διαδηλωτών για την ελευθερία» στη Μελβούρνη έχει συγκλονίσει όχι μόνο πολλούς Αυστραλούς, αλλά και πολλούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Στο Κουίνσλαντ, η εισαγωγή των περιοριστικών μέτρων «απαγορευμένης εισόδου» για τους μη εμβολιασμένους πολίτες σε πολλούς δημόσιους χώρους, τον Δεκέμβριο του 2021, δημιούργησε δύο κατηγορίες πολιτών με αυστηρούς περιορισμούς στην κίνηση, την είσοδο σε χώρους και την απασχόληση για μη εμβολιασμένους κατοίκους του Κουίνσλαντ. Σε ορισμένες αποκλεισμένες περιοχές της Νέας Νότιας Ουαλίας, ο στρατός χρησιμοποιήθηκε για να ελεγχθεί το ότι οι πολίτες τηρούσαν τους όρους του λοκντάουν. Στη Μελβούρνη, η πλήρης αστυνομική απομόνωση των κατοικιών που ορίζονται ως χοτσπότ – στέγαση, μεταξύ άλλων, σε πρόσφυγες που διέφυγαν από τον αστυνομικό/στρατιωτικό τρόμο – έθεσε σε αιχμαλωσία ολόκληρες κοινότητες. Αυτά τα μέτρα σηματοδοτούν μια νέα δυναμική στις σχέσεις Κράτους-Πολίτη στην Αυστραλία.

Αυτή η νέα κανονικότητα ξεπερνάει τις οδηγίες για την δημόσια υγεία που έχει επιβάλει το κράτος και επεκτείνεται σε «εθελοντικά» έκτακτα μέτρα ασφαλείας που εισάγονται. Πολλά κρατικά ιδρύματα (όπως το Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ, όπου εργάζομαι) και μη-κρατικά ιδρύματα (όπως η Ρωμαιοκαθολική Αρχιεπισκοπή του Μπρίσμπεϊν) έχουν καταστήσει τον εμβολιασμό ως προϋπόθεση απασχόλησης, με το Πανεπιστήμιο να απαιτεί επίσης από όλα τα άτομα που έρχονται στην πανεπιστημιούπολη (φοιτητές, καθαρίστριες, διοικητικό προσωπικό, προσωπικό ασφαλείας, έμποροι κλπ) να εμβολιαστούν.

Η προσεκτικά ελεγχόμενη «αντικειμενική επιστήμη» της δημόσιας υγείας δικαιολογεί άραγε πραγματικά αυτές τις πολύ αυστηρές χρήσεις εκτάκτων εξουσιών επείγουσας ανάγκης από τις κυβερνήσεις μας; Δικαιολογεί άραγε η δημόσια υγεία αυτά τα μέτρα των κυβερνήσεών μας καθώς και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των μεγάλων ιδρυμάτων μας για τον αποκλεισμό των μη εμβολιασμένων στο χώρο εργασίας και κοινωνικής πρόσβασης; Δικαιώνει ο σκοπός (η «δημόσια ασφάλεια») τα μέσα (την αναστολή της κανονικής αστικής αξιοπρέπειας και ζωής των πολιτών και τον ηθικολογικό αποκλεισμό εκείνων των πολιτών που δεν ακολουθούν τις κυβερνητικές «οδηγίες»); Είναι οι βαριές ποινές, τα ισχυρά κίνητρα και οι άκρως ελεγχόμενες και ηθικολογικές δημόσιες αφηγήσεις αξιόπιστων «πληροφοριών» (με επιτρεπόμενες μόνο τις «σωστές» πληροφορίες) τα κατάλληλα μέσα για την επιδίωξη και την επίτευξη της δημόσιας ασφάλειας, σε μια παγκόσμια πανδημία, σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία;

Η ηθική δυναμική που εμπλέκεται στους εμβολιασμούς κατά του COVID είναι πολύ μεγαλύτερη, πολύ πιο περίπλοκη, πολύ πιο οδυνηρή από μια απλοϊκή αφήγηση του «κάντε το σωστό» και εμβολιαστείτε. Φυσικά, υπάρχουν κάποιοι εκκεντρικοί στο στρατόπεδο των αντιεμβολιαστών. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν περισσότεροι παθητικοί και ηθικολόγοι κομφορμιστές στο στρατόπεδο των «εμβολιαστείτε!», οι οποίοι χαίρονται με τους αποκλεισμούς αυτών που αντιστέκονται στα κυβερνητικά καρότα και μαστίγια. Επί του παρόντος, ο παθητικός κομφορμισμός και αυτό που ο Πωλ Βιρίλιο ονόμασε «διαχείριση του φόβου» είναι πολύ πιο πιεστικά ηθικά και πολιτικά προβλήματα απ’ ό,τι οι μη κομφορμιστές. Πρέπει να ανοίξουμε σοβαρή ηθική και πολιτική συζήτηση με θέμα την πολιτική της βιοασφάλειας στην εποχή μας. Οι ανεμβολίαστοι είναι το καναρίνι στο ανθρακωρυχείο μιας νέας εποχής ολοκληρωτικής εκτελεστικής εξουσίας. Θα ήμασταν πολύ ανόητοι αν τους φιμώναμε και να τους αγνοούσαμε.

—————————————–

[1] Βλ. Catherine M. Brown, DVM; Johanna Vostok, MPH; Hillary Johnson, MHS; Meagan Burns, MPH; Radhika Gharpure, DVM; Samira Sami, DrPH; Rebecca T. Sabo, MPH; Noemi Hall, PhD; Anne Foreman, PhD; Petra L. Schubert, MPH; Glen R. Gallagher, PhD; Timelia Fink; Lawrence C. Madoff, MD; Stacey B. Gabriel, PhD; Bronwyn MacInnis, PhD; Daniel J. Park, PhD; Katherine J. Siddle, PhD; Vaira Harik, MS; Deirdre Arvidson, MSN; Taylor Brock-Fisher, MSc; Molly Dunn, DVM; Amanda Kearns; A. Scott Laney, PhD, “Outbreak of SARS-CoV-2 Infections, Including COVID-19 Vaccine Breakthrough Infections, Associated with Large Public Gatherings — Barnstable County, Massachusetts, July 2021” Morbidity and Mortality Weekly Report, Centers for Disease Control and Prevention (USA), August 6, 2021 / 70(31);1059-1062.

Αυτή η έκθεση σημειώνει ότι στη Μασαχουσέτη, όπου το ποσοστό εμβολιασμού του γενικού πληθυσμού ήταν (τη στιγμή της μελέτης) 69%, οι λοιμώξεις από τον COVID που προέκυψαν από δημόσιες εκδηλώσεις έδειξαν ότι το 74% των μολύνσεων αφορούσε πλήρως εμβολιασμένα άτομα. Δηλαδή, το ποσοστό μόλυνσης των εμβολιασμένων (το ποσοστό των εμβολιασμένων ατόμων που μολύνθηκαν) ήταν περίπου ίσο με το ποσοστό εμβολιασμού του γενικού πληθυσμού. Αντίστοιχα, το ποσοστό των μη εμβολιασμένων ατόμων που μολύνθηκαν ήταν περίπου το ίδιο με το ποσοστό των μη εμβολιασμένων στον γενικό πληθυσμό. Δηλαδή, το να είναι κανείς εμβολιασμένος δεν τον κάνει λιγότερο πιθανό να μολυνθεί σε σχέση με ένα μη εμβολιασμένο άτομο σύμφωνα με αυτή την εμπειρική μελέτη.

Βλ. επίσης, Carlos Franco-Paredes, “Transmissibility of SARS-CoV-2 among fully vaccinated individuals” The Lancet, Vol. 22, Issue 1, p16, 1 January 2022, DOI.

Ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος είναι ότι ο ιός συνεχίζει να εξελίσσεται. Οι στατιστικές της επαρχίας του Οντάριο δείχνουν ότι τα εμβόλια διπλής δόσης, που παρέχουν καλή και ωστόσο φθίνουσα με την πάροδο του χρόνου προστασία έναντι της Delta παραλλαγής, δεν παρέχουν αξιόλογη προστασία έναντι της παραλλαγής Omicron. Βλ. Sarah A. Buchan, Hannah Chung, Kevin A. Brown, Peter C. Austin, Deshayne B. Fell, Jonathan B. Gubbay, Sharifa Nasreen, Kevin L. Schwartz, Maria E. Sundaram, Mina Tadrous, Kumanan Wilson, Sarah E Wilson, Jeffrey C. Kwong, “Effectiveness of COVID-19 vaccines against Omicron or Delta infection.”. Γνωρίζουμε επίσης ότι στην Αυστραλία οι Υπηρεσίες Φροντίδας Ηλικιωμένων απαιτούν πλήρη εμβολιασμό από όλο το προσωπικό, οι περισσότεροι τρόφιμοι εδώ είναι επίσης πλήρως εμβολιασμένοι, όλοι οι άνθρωποι που εισέρχονται στις εν λόγω υπηρεσίες πρέπει να είναι πλήρως εμβολιασμένοι, και ωστόσο οι άνθρωποι στα γηροκομεία εξακολουθούν να πεθαίνουν από τον COVID. Φυσικά, δεν υποστηρίζω με κανέναν τρόπο ότι αυτές οι προφυλάξεις δεν πρέπει να λαμβάνονται στις υπηρεσίες φροντίδας των ηλικιωμένων μας και καταλαβαίνω ότι καταστροφική θνησιμότητα σε αυτόν τον τομέα θα προκύψει από την αποτυχία λήψης όσο το δυνατόν πιο προσεκτικών προφυλάξεων ασφαλείας για τους ηλικιωμένους και ευάλωτους. Ωστόσο, είναι σαφές ότι η μετάδοση του ιού δεν είναι εξασφαλισμένη απλώς και μόνο επειδή κάποιος είναι πλήρως εμβολιασμένος.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ