Νέα
«Σκαλωσιά» για την έφοδο στον ουρανό μιας συμμετοχικής οικονομίας | Κλεονίκη Αλεξοπούλου, ΕΠΟΧΗ
Στους καιρούς που ζούμε είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό να ανακαλύπτουμε ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι που τοποθετούν την πολιτική δράση και τις προγραμματικές προτάσεις τους για το παρόν στο πλαίσιο ενός προβληματισμού για μια μετακαπιταλιστική κοινωνία. Μια τέτοια περίπτωση είναι η Κλεονίκη Αλεξοπούλου, διδάσκουσα Νεότερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας και Ιστορίας της Αποικιοκρατίας στο Πάντειο πανεπιστήμιο και ακαδημαϊκή συνεργάτιδα του Κέντρου Ερευνών Ανθρωπιστικών Επιστημών, μία νέα γυναίκα με λαμπρές σπουδές στην Ελλάδα, τη Γερμανία και την Ολλανδία και ερευνητική εργασία σε ευρωπαϊκές και αφρικανικές χώρες, αλλά ταυτόχρονα και πολιτική ακτιβίστρια. Η Αλεξοπούλου είχε την ευγενή καλοσύνη να μας στείλει προς δημοσίευση στις Ιδέες ένα κείμενο που βασίζεται στην παρουσίαση εκ μέρους της του βιβλίου του Μάικλ Άλμπερτ Χωρίς Αφεντικά: Μια νέα οικονομία για έναν καλύτερο κόσμο, με προλόγους των Νόαμ Τσόμσκι και Γιάνη Βαρουφάκη (εκδόσεις τόπος, mέta, Αθήνα, 2022), η οποία έγινε σε εκδήλωση που οργάνωσαν, στις 10 Δεκεμβρίου 2022, στο κυψελιώτικο στέκι Red ‘n’ Noir, το mέta – Κέντρο Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού (πολιτικό ίδρυμα του ΜΕΡΑ 25) και οι εκδόσεις ΤΟΠΟΣ. Εκτός από την ίδια, στην εκδήλωση μίλησαν ο Κωνσταντίνος Πουλής (δημοσιογράφος, The Press Project) και ο Διονύσιος Σκλήρης (διδάσκων ΕΑΠ, μεταφραστής του βιβλίου). Τη συζήτηση που ακολούθησε συντόνισε ο Σωτήρης Μητραλέξης (ερευνητικός διευθυντής του mέta).
Για …ιστορικούς λόγους, αναφέρουμε ότι τον Μάικλ Άλμπερτ τον γνωρίσαμε στις αρχές του αιώνα, όταν ο Συνασπισμός έκανε την αριστερή στροφή του, συμμετέχοντας στο κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, μαζί με δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, ορισμένες από τις οποίες συμμετείχαν στην ίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ. Έχοντας ακούσει την ομιλία του για τα συμμετοχικά αντικαπιταλιστικά εγχειρήματα στο Πρώτο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε, τον Ιανουάριο του 2001, τον καλέσαμε σε εκδήλωση με τίτλο «Τα νέα κοινωνικά κινήματα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης», που οργάνωσε ο Συνασπισμός, στις 9 και 10 Μαρτίου του ίδιου έτους, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ευχαριστούμε την Κλεονίκη Αλεξοπούλου που με το εύστοχο και καλογραμμένο κείμενό της μάς θύμισε εκείνα τα όμορφα χρόνια της αμφισβήτησης από την ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά της θατσερικής ΤΙΝΑ, μιας αμφισβήτησης που με την πάροδο του χρόνου έπαψε να ενδιαφέρει πολλές και πολλούς, αλλά που ευτυχώς συγκινεί πάλι τη νέα γενιά.
Χ.Γο
Το βιβλίο του Μάικλ Άλμπερτ1 είναι με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα «μια σκαλωσιά που θα συμπληρωθεί από τη μελλοντική εμπειρία», ένα μανιφέστο με οδηγίες χρήσης. Ο Άλμπερτ επιχειρεί να δώσει μια απάντηση στο δόγμα TINA (There Is No Alternative) με ένα βιβλίο-κατάφαση. Σημειώνει πως αρκετά έχουμε μιλήσει γι’ αυτό που φεύγει, που τελειώνει, που παρακμάζει, δηλαδή τον καπιταλισμό. Κι είναι ώρα να μιλήσουμε γι’ αυτό που θέλουμε να έρθει, να ξεκινήσει, να ακμάσει, δηλαδή τη συμμετοχική οικονομία (Parecon = participatory economy). Γιατί «συμμετοχική οικονομία» κι όχι σοσιαλισμός ή αναρχισμός; Ο Άλμπερτ προτιμά οι όροι να μην έχουν τόσο βάρος, ιστορικό φορτίο. Περιγράφει ένα νέο τρόπο οργάνωσης της οικονομίας ως οραματιστής μηχανικός, με γνώση της θεωρίας και αντίληψη της ιστορίας. Επιλέγει να μας μιλήσει για τη ζωή, όχι για το θάνατο. Και το κάνει αυτό με ζωντάνια κι αμεσότητα, με σύντομες και κοφτές προτάσεις που βοηθούν στην ενεργοποίηση / κινητοποίηση του αναγνώστη και της αναγνώστριας. Ο λόγος του παρακινεί και ξεσηκώνει. Με μαρξικούς όρους θα έλεγε κανείς ότι περιγράφει ένα ενδιάμεσο στάδιο, αυτό της συνεργατικής οικονομίας, αξιοποιώντας και υπερβαίνοντας την βιβλιογραφία και την εμπειρία που έχει συσσωρευτεί για τους συνεταιρισμούς στις τελευταίες δεκαετίες. Ο Άλμπερτ όμως δεν στοχεύει στον κρατικό σχεδιασμό, στοχεύει στην αυτοδιαχείριση (και, με μια έννοια, στο μαρασμό του κράτους).
Ιστορία
Στην προσπάθεια να ιστορικοποιήσουμε λίγο το υπό εξέταση ζήτημα, επιστρέφουμε στις απαρχές της συνεργατικής οικονομίας και στις πρώτες μορφές συλλογικής διαχείρισης των πόρων. Πλείστα ιστορικά παραδείγματα υπάρχουν, όπως οι επαγγελματικές συντεχνίες στην Ευρώπη του ύστερου μεσαίωνα, οι θρησκευτικές αδελφότητες και τα beguinages (ΣτΕ: αρχιτεκτονικά συγκροτήματα που δημιουργήθηκαν στις Κάτω Χώρες τον 13ο αιώνα για τη στέγαση θρησκευόμενων γυναικών σε με μια κοινότητα, οι οποίες δεν έδιναν όρκο πίστης και δεν αποσύρονταν από τον κόσμο), τα commons, κι οι κοοπερατίβες στην πρώιμη νεωτερικότητα, τα κιμπούτς των Εβραίων, η κολλεκτιβοποίηση γης και τα κατειλημμένα εργοστάσια στην επαναστατική Πορτογαλία στα μέσα της δεκαετίας του ’70, η κοινοτική γεωργία (Community Based Agriculture) στις μέρες μας κ.α.
Σε όλες τις περιπτώσεις, δυο παράγοντες έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν ρόλο για την μακροημέρευση τέτοιων εγχειρημάτων ή αντίθετα για τη βραχύβια λειτουργία τους: οι εσωτερικοί κανόνες λειτουργίας και η αλληλεπίδραση με το εξωτερικό περιβάλλον. Κατά πόσο δηλαδή οι κανόνες επιτυγχάνουν την εύρυθμη λειτουργία αυτών των εγχειρημάτων περιορίζοντας τους λεγόμενους free riders (ΣτΕ: «τζαμπατσήδες») – που επωφελούνται από τα κοινά οφέλη χωρίς να συμβάλουν στην απόκτησή τους (π.χ., οι απεργοσπάστες) – και κατά πόσο η αλληλεπίδραση με το υπόλοιπο κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα είναι επιτυχημένη. Κάποια εγχειρήματα ήταν αρκετά εσωστρεφή και απομονωμένα σε κοινωνικό επίπεδο (αναχωρητισμός), ώστε να προστατεύσουν το σύστημα αξιών στο οποίο βασίζονταν, και να ελαχιστοποιήσουν τυχόν παρεμβολές. Κι άλλα ήταν πιο εξωστρεφή και οργανικά ενταγμένα στην κοινωνία και την οικονομία της εποχής (διατηρώντας εμπορικές σχέσεις, τροφοδοτώντας την τοπική ή διεθνή αγορά κλπ).
Θεωρία
Μπορεί όμως ένας τέτοιος ή παρόμοιος τρόπος οργάνωσης και συλλογικής διαχείρισης να λειτουργήσει σε μεγάλη κλίμακα, ώστε να υπάρχουν οικονομίες κλίμακας (economies of scale) και πώς ακριβώς θα ήταν αυτό δυνατό; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα που μας απασχολεί εδώ. Εάν πιστέψουμε αυτό που ισχυρίζονται οι φιλελεύθεροι και κυρίως οι νεοφιλελεύθεροι για τη φύση του ανθρώπου, ο οποίος σταθμίζει τη συμπεριφορά και τις πράξεις του αποκλειστικά βάσει συμφέροντος κι οφέλους (ο homo economicus), τότε η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Εάν όμως συνειδητοποιήσουμε ότι ο άνθρωπος είναι και πολιτικό ον -ιδέα όχι και τόσο καινοφανής από την εποχή του Αριστοτέλη μέχρι την παράδοση της κριτικής θεωρίας- και ότι όλα είναι πολιτικά, δεν υπάρχουν δηλαδή αυστηρά τεχνοκρατικά ζητήματα, τότε ένας τέτοιος συλλογικός σχεδιασμός γίνεται πολιτική απόφαση και καθίσταται δυνατός. Όπως έλεγαν και τα παιδιά του Μάη του ’68, ακόμα και το προσωπικό είναι πολιτικό – στο βαθμό φυσικά που δεν μιλάμε για βιοπολιτική, έναν από τα πάνω έλεγχο κάθε έκφανσης της ζωής.
Ο κύριος αντίπαλος στην προσπάθειά μας να εγκαθιδρύσουμε μια συμμετοχική οικονομία θα ήταν αυτό που συχνά αποκαλούμε «ο σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας» του Μίχελς. Όπως και στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης, είναι ορατός ο κίνδυνος να γραφειοκρατικοποιηθούν οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων και να συγκεντρωθεί η εξουσία σε μια εκπαιδευμένη ελίτ εργατών ή αξιωματούχων, που στο οικοδόμημα του Άλμπερτ θα ήταν η τάξη των μάνατζερ, των «συντονιστών». Ή να δημιουργηθούν απλώς φυσικές ηγεσίες, που ενίοτε εμφανίζονται ακόμα και στον εντιεξουσιαστικό χώρο.
Μηχανική
Ο Άλμπερτ αφιερώνει το πρώτο κεφάλαιο στις θεμελιώδεις αξίες, πάνω στις οποίες θα βασιστεί το οικοδόμημα της συμμετοχικής οικονομίας. Στα κεφάλαια 2-5 «Ποιος κατέχει τι; Ποιος αποφασίζει τι; Ποιος κάνει τι; Ποιος κερδίζει τι; Ποιος κατανέμει τι;» αναπτύσσει το σκεπτικό του για το πως θα διαχειριζόμαστε τα κοινά δημόσια αγαθά (νερό, γη, ενεργειακοί πόροι κ.α.), πως θα λαμβάνουμε πολιτικές αποφάσεις, πως θα γίνεται ο καταμερισμός εργασίας και πως θα κατανέμεται το εισόδημα. Στα κεφάλαια 6-9 πραγματεύεται τον συμμετοχικό σχεδιασμό, μιλάει για τις διεθνείς σχέσεις και την οικολογία. Τέλος, στο κεφάλαιο 10 απαντά σε ερωτήσεις που του έχουν συχνά τεθεί κατά την παρουσίαση του έργου του.
Ως προς το ζήτημα της ιδιοκτησίας, το πρόβλημα δεν είναι η κατοχή ενός αντικειμένου καθημερινής χρήσης, πχ ενός πουκαμίσου ή μιας οδοντόβουρτσας. Πρόβλημα συνιστά η κυριαρχία του 2% του πληθυσμού επί των πόρων, των εδαφών, των τεχνολογιών, των μέσων παραγωγής με άλλα λόγια. Σε έναν καλύτερο κόσμο ο δισεκατομμυριούχος Τζεφ Μπέζος, ιδρυτής της Amazon, δεν θα είχε θέση. Εδώ ο Άλμπερτ μιλάει για «έλλειψη ενσυναίσθησης για τα κατώτερα στρώματα», ενώ εγώ μάλλον θα προτιμούσα τον παραδοσιακό και ίσως λιγότερο ηθικοποιημένο όρο της απόσπασης υπεραξίας. Σε κάθε περίπτωση, συμφωνούμε ότι σχεδόν όλες οι πράξεις μας έχουν κοινωνικές επιπτώσεις, δεν είναι ατομικές. «Καταναλώνω κάτι από το κοινωνικό προϊόν που θα μπορούσε να έχει κατευθυνθεί σε άλλους» (σελ.43).
Το πρώτο αξιακό πρόταγμα επομένως είναι αυτό της αυτοδιαχείρισης. Η τέλεια συμμετοχική αυτοδιαχείριση όμως είναι υπερβολικά χρονοβόρα. Ο Άλμπερτ επισημαίνει ότι ο κανόνας one man–one vote (ο κανόνας της πλειοψηφίας, της μίας ψήφου ανά πρόσωπο) έχει νόημα για πολλές αποφάσεις, αλλά για άλλες δεν έχει. «Οι αποφάσεις που επιδρούν σε όλα τα μέλη μιας ομάδας, αλλά όχι σε άλλους, θα έπρεπε να μπορούν να λαμβάνονται μονομερώς από την ομάδα» (σελ.42).
Η δεύτερη κατευθυντήρια αξία μας είναι η ισότητα. Πως λοιπόν θα καθορίζεται το εισόδημά μας; Απορρίπτουμε μια σειρά από κριτήρια όπως το ιδιοκτησιακό, εφόσον η μεγάλη ιδιοκτησία καταργείται. Απορρίπτουμε επίσης την απόκτηση εισοδήματος ανάλογα με τη διαπραγματευτική ισχύ. Ενδεικτικός εδώ είναι, κατά την γνώμη μου, ο καταλυτικός ρόλο των λόμπι στην πρόσβαση στην πιστωτική αγορά και στη λήψη τραπεζικών δανείων. Επίσης, δεν ανταμείβουμε τη λοταρία της γενετικής (όπως τα φυσικά χαρακτηριστικά και το ταλέντο). Στο σημείο αυτό θα πρόσθετα επίσης και τον προβληματισμό που αναπτύσσει ο Μπουρντιέ σε σχέση με την κοινωνική διάκριση και το πολιτισμικό κεφάλαιο, που συσσωρεύουν κάποιοι/ες μεγαλώνοντας σε συγκεκριμένα οικογενειακά περιβάλλοντα, πράγμα που επηρεάζει φυσικά την ισότητα ευκαιριών. Με αυτόν τον προβληματισμό συνδέεται και η συζήτηση περί αξιοκρατίας, την οποία σε άλλο σημείο του βιβλίου αποδομεί ο Άλμπερτ. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο ότι το εισόδημά μας θα είναι ποσό ανάλογο της προσπάθειας και της θυσίας μας κατά την τέλεση μιας κοινωνικά χρήσιμης εργασίας, ενώ όσοι δεν μπορούν να εργαστούν θα λαμβάνουν τον μέσο όρο των μεριδίων.
Ο Άλμπερτ ορίζει ως επόμενη κατευθυντήρια αξία την αλληλεγγύη. Αυτό σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζουμε τους άλλους ανθρώπους ως εξ ορισμού αντιπάλους / ανταγωνίστριες και δεν τους χρησιμοποιούμε εργαλειακά ως μέσα προς επίτευξη ατομικών σκοπών. Αυτό είναι σίγουρα πολύ ευκολότερο να το λέει κανείς από το να το κάνει πράξη στην καθημερινότητα. Άλλες κατευθυντήριες αξίες είναι η ποικιλομορφία (σεβόμαστε τη διαφορετικότητα και διατηρούμε τη μέγιστη δυνατή εμβέλεια επιλογών), η βιωσιμότητα (αυταπόδεικτη αξία σε έναν κόσμο που απειλείται από την κλιματική αλλαγή και το 40% όλου του παραγόμενου φαγητού πετιέται), ο διεθνισμός και η εφαρμοσιμότητα.
Η αφροαμερικανίδα συγγραφέας Άλις Γουόκερ έλεγε ότι «ο πιο συνηθισμένος τρόπος να εκχωρούν οι άνθρωποι την εξουσία τους είναι να νομίζουν πως δεν έχουν καμία». Ο Άλμπερτ επιμένει λοιπόν ότι μπορούμε να αποφασίζουμε όλοι, δεν θα αποφασίζει μόνο το «άξιο» πρόσωπο. Προτείνει όλο το εργατικό δυναμικό να έχει τη δυνατότητα να συνέρχεται, να διαβουλεύεται και να καταμετρά ψήφους, προκειμένου οι αποφάσεις να λαμβάνονται συλλογικά. Πως θα διαχειριστεί κανείς όλη αυτή την ποικιλία του εργατικού δυναμικού είναι εντέλει ζήτημα που θα ρυθμίζουν οι επιμέρους εργασιακοί χώροι (σελ. 57-58). Ο συγγραφέας μιλάει επίσης για συνεργατική διαπραγμάτευση ανάμεσα σε συμβούλια εργαζομένων και καταναλωτών. Σε αντιδιαστολή με τους νεοφιλελεύθερους, που υπερασπίζονται την αποτελεσματικότητα της αυτορρύθμισης του κεφαλαίου, ο Άλμπερτ υπερασπίζεται την αποτελεσματικότητα της αυτορρύθμισης του κάθε εργασιακού χώρου.
Όμως, όπως αναφέρει, μόνο ένας στους πέντε εργαζόμενους έχει απόψεις που βασίζονται σε καλή πληροφόρηση.2 Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος το 20% της τάξης των «συντονιστών», που έχουν πρόσβαση στην πληροφορία και τη γνώση, να κυριαρχήσει επί του 80% της εργατικής τάξης. Ακόμη και με τις καλύτερες προθέσεις αυτοδιαχείρισης, η πορεία αλλαγής θα κατέληγε απλώς σε μια αλλαγή αφεντικών. Ο επαναπροσδιορισμός των εργασιών λοιπόν κι ο ελεύθερος χρόνος, με σκοπό την ενδυνάμωση της τάξης των εργαζομένων, έρχεται ξανά στο προσκήνιο. Εάν το καλοσκεφτούμε, το ίδιο πρόβλημα υπήρχε και όταν οι πολίτες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες διεκδικούσαν την καθολική ψηφοφορία των ανδρών και αργότερα και των γυναικών. Τα επιχειρήματα περί κακής πληροφόρησης ή ελλιπούς μόρφωσης της «μάζας», δηλαδή της πλειοψηφίας, τελικά κάμφθηκαν. Κάμφθηκαν de jure με την εγκαθίδρυση της κοινοβουλευτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και de facto με τη μείωση του αναλφαβητισμού και τη μαζική εκπαίδευση, στο πέρασμα των τελευταίων δύο αιώνων.
Τα εναλλακτικά οικονομικά μοντέλα συχνά απορρίπτονται στο βωμό της κερδοφορίας. Παρόμοια επιχειρήματα διατύπωναν όσοι διαφωνούσαν με την κατάργηση της δουλείας στις αρχές του 19ου αιώνα, υποστηρίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μειωνόταν σημαντικά και ανεπανόρθωτα η παραγωγή. Ο Άλμπερτ μάς δείχνει πως η αξιοποίηση των νέων δεξιοτήτων του 80% του πληθυσμού, ύστερα από την εξισορρόπηση των εργασιών, θα ισοφάριζε τη ζημιά. Ο ίδιος απορρίπτει τον κρατικό σχεδιασμό και τη σοσιαλδημοκρατία και με αυτήν την έννοια δεν αρκείται στις συστάσεις του Πικετί για την αναδιανομή του εισοδήματος μέσω της φορολογίας και των δημόσιων επενδύσεων, ώστε να κλείσει η ψαλίδα των ανισοτήτων που αυξάνονται σε περιόδους κρίσεων. Είναι αξιοσημείωτη όμως η παρατήρησή του, την οποία συμμερίζομαι, ότι σε πολλές επιστημονικές μελέτες οι οικονομολόγοι του κυρίαρχου ρεύματος αναγνωρίζουν με όρους ανάπτυξης ότι ο κεντρικός σχεδιασμός της Σοβιετικής Ένωσης δούλεψε αρκετά καλά για δεκαετίες (σελ.125).
Όραμα και εφαρμογή
Προφανώς είναι αδύνατο να αποτυπώσουμε εδώ το όραμα του συγγραφέα στην παραμικρή του λεπτομέρεια. Ούτως ή άλλως το ζητούμενο δεν είναι να αναπαραστήσουμε έναν κόσμο, όπως τον οραματίστηκε ο Άλμπερτ -σαν άλλος Τόλκιν- ούτε να ακολουθήσουμε και να υλοποιήσουμε κατά γράμμα τις προτάσεις του. Καλούμαστε εδώ να αναμετρηθούμε καταρχάς με τα διλήμματα και τις προκλήσεις που θέτει η επιδίωξη μιας διαφορετικά σχεδιασμένης οικονομίας, αλλά και με τους περιορισμούς που θέτει η σημερινή πραγματικότητα. Και στη συνέχεια, να συμβάλουμε στη διαμόρφωση των συνθηκών και των συμμαχιών ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων, που θα ήταν σε θέση να αγκαλιάσουν αυτό το στόχο και να σκαρφαλώσουν στη σκαλωσιά της συμμετοχικής οικονομίας.
Η πορεία πολλών μέχρι τώρα εγχειρημάτων συλλογικής αυτοδιαχείρισης έχει πράγματι δείξει πως, μετά από ένα διάστημα λειτουργίας, οι παλιές συνθήκες έχουν την τάση να επιστρέφουν. Αυτό όμως δεν είναι επαρκής λόγος για να σταματήσουμε την προσπάθεια μακροπρόθεσμα. Η νεότερη ιστορία είναι άλλωστε μια άτακτη εναλλαγή επαναστατικών κι αντεπαναστατικών περιόδων, εφόδων στον ουρανό και οπισθοχωρήσεων. Τελευταία, λόγω των πολλαπλών κρίσεων, της πανδημίας και του πολέμου, κυριαρχεί η αίσθηση ενός μόνιμου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Πάντα θα υπάρχουν παλινδρομήσεις και παλινορθώσεις, αλλά ποτέ αυτές δεν αναιρούν το ατράνταχτο αποτύπωμα μεγάλων επαναστατικών αλλαγών στη μακρά διάρκεια, σε έναν χρόνο που δεν είναι κυκλικός ούτε γραμμικός, αλλά μοιάζει με ασύμμετρη, ελικοειδή σπείρα που κινείται αενάως. Μένει εμείς να δείξουμε προς τα που.
Σημειώσεις:
1. Ο Μάικλ Άλμπερτ είναι ιδρυτής και μέλος της συντακτικής επιτροπής του Z Magazine καθώς και του αντίστοιχου διαδικτυακού τόπου, ZNet. Η ριζοσπαστικοποίηση του Άλμπερτ έλαβε χώρα στη δεκαετία του 1960. Η πολιτική του δραστηριοποίηση, από τότε και μέχρι σήμερα, κυμαίνεται από τοπικά, περιφερειακά και εθνικά εγχειρήματα και εκστρατείες οργάνωσης έως την από κοινού ίδρυση του South End Press και του ZMediaInstitute, μαζί με δημόσιες διαλέξεις, δημοσιεύσεις κλπ. Ο Άλμπερτ είναι συγγραφέας 21 βιβλίων. Αυτά περιλαμβάνουν το παρουσιαζόμενο No Bosses: A New Economy for a Better World (Zero Books, 2021), Fanfare for the Future (ZBooks), Remembering Tomorrow (Seven Stories Press), Realizing Hope (Zed Press) και Parecon: Life After Capitalism (Verso).
2. Στον καπιταλισμό μεταξύ των εργασιών που κάνουν οι άνθρωποι, περίπου 20% περιλαμβάνει ένα μείγμα καθηκόντων τα οποία μεταβιβάζουν πληροφορίες και δεξιότητες, με στόχο τη διευκόλυνση της συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων. Το υπόλοιπο 80% είναι κυρίως ένα μείγμα από ρουτίνα και επαναλαμβανόμενα καθήκοντα που εξαντλούν, νεκρώνουν, αμβλύνουν δεξιότητες και κοινωνικά απομονώνουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε ούτε προετοιμάζουν ούτε προτρέπουν τους ανθρώπους να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων (σελ.66-67).