Νέα
Ιάννης Ξενάκης. Μια χαμένη ευκαιρία για την Ελλάδα
“Γάλλος συνθέτης (αρχιτέκτονας και πολυκλαδικός καλλιτέχνης), που γεννήθηκε στη Ρουμανία με Ελληνική καταγωγή”. Να πως παρουσιάζεται ενίοτε ο Ιάννης Ξενάκης, του οποίου γιορτάζουμε φέτος τα 100 χρόνια (αν και ίσως γεννήθηκε το 1921 κι όχι το 1922). Κι είναι αλήθεια ότι του είχε αφαιρεθεί η Ελληνική υπηκοότητα. Κι είναι επίσης αλήθεια ότι η μουσική του σπάνια παίζεται στην Ελλάδα – μόλις άρχισε δειλά να παίζεται η μουσική του δωματίου [1], αλλά τα έργα του για μεγάλα σύνολα (οι Μεταστάσεις, τα Πιθοπρακτά ή το Jonchaies για ορχήστρα, οι Νύχτες για φωνητικό σύνολο, κτλ.), όπως και τα μεγάλα του ηλεκτρονικά έργα (Ο Μύθος του Ηρώς) περιμένουν ακόμα ίσως και την Ελληνική τους πρεμιέρα. Κι όμως, αν κάποιος ανήκει στην πρόσφατη Ελληνική ιστορία, είναι ο Ιάννης (ή Ιάνης ή Γιάννης) Ξενάκης, μάλιστα στο πιο τραγικό της σκέλος, από την Αντίσταση ως τη Δικτατορία των συνταγματαρχών.
Ο Ξενάκης γεννήθηκε στην Βραΐλα της Ρουμανίας σε μια ελληνική οικογένεια εύπορων εμπόρων. Το 1932, ο πατέρας του (η μητέρα του είχε πεθάνει όταν ήταν πέντε χρονών) τον στέλνει, μαζί με τα δυο του αδέλφια (τον Κοσμά, που θα γίνει αρχιτέκτονας και εικαστικός καλλιτέχνης και τον Ιάσων, που θα γίνει ο φιλόσοφος της αυτοκτονίας) στην Αναργύρειος και Κοργιαλένειος Σχολή Σπετσών, όπου, μας λέει ο ίδιος, ένιωθε ξένος μεταξύ άλλων λόγω της πολίτικης του προφοράς που είχε κληρονομήσει από τους γονείς του [2]. Το 1938 έρχεται στην Αθήνα και ετοιμάζει, στο Πρακτικό Λύκειο, τις εξετάσεις πολιτικού μηχανικού στο Πολυτεχνείο, μια περίοδο κατά την οποία, τις Κυριακές, πηγαίνει μόνος του μακριές βόλτες με το ποδήλατο στα περίχωρα της Αθήνας, για να απολαύσει τη φύση ή για να επισκεφτεί τον Μαραθώνα. Παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα με τον Έλληνα συνθέτη από τη Γεωργία Αριστοτέλη Κουντούροφ.
Πετυχαίνει τις εξετάσεις τον Οκτώβρη του 1940, αλλά το Πολυτεχνείο κλείνει λόγω του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Με την Κατοχή, αρχίζει την έντονη πολιτική του δράση που θα τον χαρακτηρίσει ως τη φυγή του από την Ελλάδα. Να πως ο ίδιος διηγείται την ένταξη του στην Αντίσταση:
“Μαζί με άλλους φοιτητές σαν εμένα, μπήκα αρχικά στο εθνικιστικό κίνημα, κάνοντας πορείες διαμαρτυρίας εναντίον των κατακτητών. Οργανώναμε συναντήσεις και συλλαλητήρια – αυτό ήταν όλο. Η κίνηση αυτή ήταν ένα μάλλον επιπόλαιο είδος αντίστασης. Οι άνθρωποι της Αριστεράς, υπό τη καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, που τότε δεν αριθμούσε πολλά μέλη, πολεμούσαν για πιο ρεαλιστικούς στόχους. Απαιτούσαν καθημερινό συσσίτιο ψωμιού και λαδιού και διαμαρτύρονταν κατά της επιστράτευσης Ελλήνων εργατών και της αποστολής τους σε εργοστάσια της Γερμανίας. Οργάνωναν τεράστιες διαδηλώσεις, με συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Μόνο εμείς σε όλη την Ευρώπη είχαμε διαδηλώσεις τέτοιου είδους. Αυτή η εμπειρία έμελλε να παίξει μεγάλο ρόλο στη μουσική μου. Η ρεαλιστική και αποφασιστική πολιτική που είχε υιοθετήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα με έπεισε, και προσχώρησα. Εν τω μεταξύ, οι ευέλπιδες της στρατιωτικής ακαδημίας, που ανήκε στη δεξιά παράταξη, είχαν έρθει στο Πολυτεχνείο, κι έτσι ο εχθρός ήταν εντός των τειχών του ιδρύματος. Αργότερα, πολλοί από αυτούς απέκτησαν διασυνδέσεις με τα Ες-Ες” [3].
Θε ενταχτεί στο ΕΑΜ νέων, στο ΚΚΕ και στην ΕΠΟΝ. “Ήμουν στην οργάνωση του Πολυτεχνείου μαζί με τον Κώστα Φιλίνη, τον Γρηγόρη Φαράκο. Και αναμείχθηκα σε όλους τους αγώνες, έγινα μέλος της Πανσπουδαστικής Επιτροπής, γραμματέας της ΕΠΟΝ Πολυτεχνείου το 1943-44” [4], μας λέει. Παίζει σημαντικό ρόλο στην επιτροπή συσσιτίου. Ο φάκελος της αστυνομίας που μόλις βγήκε στη δημοσιότητα [5], ξεκινάει ακριβώς στις 6 Ιουλίου 1942, όπου ο Ξενάκης και οι συμμαθητές του εισέβαλαν στο υπουργείο Οικονομικών για να διαμαρτυρηθούν για τη σχεδιαζόμενη περικοπή των συσσιτίων. Στο φάκελο διαβάζουμε: “Τους απηγγέλθη κατηγορία “Αντίσταση μετ’απειλών””. Όσον αφορά τις μεγάλες διαδηλώσεις κατά της καταναγκαστικής εργασίας που ανέφερε πριν ο Ξενάκης, μας λέει: “ήμουνα πάντα μπροστά μπροστά” [6]. Το επιβεβαιώνει η φωτογραφία που έχουμε από τη μεγάλη διαδήλωση της 25 Μαρτίου 1942, όπου βλέπουμε τον Ξενάκη στη πρώτη σειρά. Είναι πλέον γνωστό ότι οι ηχητικές και ανθρώπινες εμπειρίες αυτών των τεράστιων διαδηλώσεων υπήρξαν το έναυσμα του Ξενάκη για την μεγάλη καινοτομία που έφερε στη μουσική με τη χρήση ηχητικών μαζών από τις Μεταστάσεις (1953-54) κι έπειτα. Μας λέει:
“Οι Μεταστάσεις, έργο με το οποίο αρχίζει η ζωή μου ως συνθέτη, ήταν μια έμπνευση που δεν προερχόταν από τη μουσική, αλλά πιο πολύ από τις εντυπώσεις που είχα αποκτήσει στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί είχαν προσπαθήσει να πάρουν Έλληνες εργάτες στο Τρίτο Ράιχ – οπότε, εμείς, οργανώναμε τεράστιες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και μπορέσαμε να το αποτρέψουμε. Άκουγα τον ήχο του πλήθους, καθώς προχωρούσε προς το κέντρο της Αθήνας, τις κραυγές με τα συνθήματα και μετά, όταν πια έφτασαν μπροστά στα τανκς των Ναζί, τους διάσπαρτους πυροβολισμούς των αυτόματων, το χάος. Ποτέ δε θα ξεχάσω τον σταθερό, ρυθμικό θόρυβο εκατό χιλιάδων ανθρώπων να μετασχηματίζεται σε ένα είδος φανταστικής αταξίας… Δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι μια μέρα όλα αυτά θα έβγαιναν ξανά στην επιφάνεια και θα γίνονταν μουσική: οι Μεταστάσεις” [7].
Στα Δεκεμβριανά, ο Ξενάκης πήρε τα όπλα και συμμετείχε στον περίφημο Λόχο σπουδαστών του ΕΛΑΣ που θα μετονομαστεί λόχος Λόρδος Μπάϋρον και που μάχεται στη περιοχή της Αθήνας Εξάρχεια-Νεάπολη, μέσα σε πολυκατοικίες. Ο Ξενάκης θα γίνει ομαδάρχης στο λόχο. Οι Έλληνες αντάρτες έχουν παλιά όπλα, ενώ οι Βρετανοί έχουν πλήρες εξοπλισμό όπως και τανκς Sherman, η μάχη είναι πολύ άνιση. Τη 1η Γενάρη 1945, λίγες μέρες πριν την τελική αποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα, ο Ξενάκης θα τραυματιστεί σοβαρά. Να η διήγησή του:
“Ήταν 1η Ιανουαρίου 1945 που τραυματίστηκα. Παραλίγο να μείνω […] Ήρθε μια διαταγή. Δεν συμφωνούσα καθόλου, αλλά επειδή υπήρχε κομματική πειθαρχία, υπάκουσα. Ήταν η τελευταία φορά που υπάκουσα σε μια διαταγή. Μου ζήτησαν να πάω να καταλάβω ένα τετράγωνο. Ήμουν σίγουρος ότι δεν άξιζε τον κόπο, ότι ήταν μια τελείως ανόητη, απελπιστική υπόθεση, γιατί γνωρίζαμε ήδη, δεδομένης της θέσης του εχθρού και της γενικότερης κατάστασης του μετώπου στην Αθήνα, ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει. […] Είχα βάλει όλους τους άντρες μου όπου χρειαζόταν. Ήρθαν οι Άγγλοι με τανκς, άρχισαν να πυροβολούν και εκεί τραυματίστηκα. Δίπλα μου ήταν ένας νεαρός άνδρας και μια νεαρή γυναίκα, αυτουνού το κεφάλι του είχε χαθεί, η νεαρή γυναίκα ήταν νεκρή. Εγώ, δεν ένιωθα τίποτα εκτός από ένα τεράστιο αντικείμενο φυτεμένο στο πρόσωπο: ένα θραύσμα από όλμο στο μάτι και το μάγουλο” [8].
Ο Ξενάκης θα σωθεί ως δια μαγείας:
“Με μια λευκή σημαία, περνάγαμε τις γραμμές κι έτσι μεταφέρθηκα [στη κλινική Σμπαρούνη]. Είπαν αμέσως ότι δεν άξιζε να με φροντίσουν, ότι θα πέθαινα σε λίγες ώρες. Μου δώσαν απλώς μορφίνη για να ηρεμήσει ο πόνος. Ένα νεαρό κορίτσι με κρατούσε από το χέρι και μου μιλούσε. Νόμιζα ότι του απαντούσα. Δεν μπορούσα να απαντήσω, ο ουρανίσκος μου είχε τρυπηθεί και το σαγόνι μου είχε φύγει. […] Τη νύχτα, τα στρατεύματά μας υποχώρησαν και την επόμενη μέρα έπεσα στα χέρια των Άγγλων που με άφησαν στη μέση ενός σωρού νεκρών για ώρες. Ο πατέρας μου, που με έψαχνε παντού, έφτασε μπροστά σε αυτό το σωρό τραυματίες και νεκρούς. Είδε το ένα μου πόδι να κινείται, αναγνώρισε το τένις μου και με μετέφερε σε κεντρικό νοσοκομείο της Αθήνας όπου έμεινα για περισσότερους από τρεις μήνες και όπου μου έκαναν πολλές επεμβάσεις” [9].
Όταν βγει από το νοσοκομείο, θα συνεχίσει τις σπουδές στο Πολυτεχνείο και θα αποκτήσει το δίπλωμα τον Ιούλη του 1947. Συνεχίζει και τη πολιτική δράση. Στο φάκελο της αστυνομίας βλέπουμε ότι τον πιάνουν τον Ιούλη 1946. Τον καλούν για στράτευση τον Ιούλη του 1947. Εκεί μαθαίνει τι τον περιμένει, δηλαδή η Μακρόνησος και τα βασανιστήρια. Επωφελείται από μια 24ωρη άδεια για οικογενειακούς λόγους για να το σκάσει, και μπαίνει στην παρανομία. Τελικά θα καταφέρει να αποδράσει από την Ελλάδα και να φτάσει στη Γαλλία τον Νοέμβρη του 1947. Θα καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο για “πολιτική τρομοκρατία”, ποινή η οποία θα μετατραπεί αργότερα σε “δεκαετή κάθειρξη επί λιποταξία” και θα του αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα.
Ας διαβάσουμε ένα εκτενές απόσπασμα από μια ελληνική συνέντευξη του στο περιοδικό Θούριος το 1975, όπου διηγείται την απόδραση του από το στρατό, και την απόφασή του να αφοσιωθεί στη μουσική:
“Έφυγα από την Ελλάδα το 1947. Λιποτάκτης από το στρατό, από το Χαϊδάρι. Ήταν η εποχή που άρχιζαν οι εκτοπισμοί στη Μακρόνησο και η κομματική γραμμή, θυμάμαι, ήταν “ανοιχτή”. Δηλαδή όποιος ήθελε μπορούσε να πάει στο βουνό να βρει τον Μάρκο, όποιος ήθελε μπορούσε να μείνει στα αστικά κέντρα για παράνομο αγώνα, άλλοι μπορούσαν, αν ήθελαν, να πάνε στο στρατό. Καθώς ήμουν τραυματισμένος, σκέφτηκα πως αν πήγαινα στο στρατό θα έβγαινα βοηθητικός κι έτσι θα μπορούσα ίσως να ξεφύγω. Το έσκασα και καταδικάστηκα σε θάνατο.
Την απόφαση να φύγω, ωστόσο, την είχα πάρει από παλιότερα. Λίγο πριν από την Απελευθέρωση, το 1943, είχα συζητήσει με φίλους μου, τον Νικία τον Σταυρουλάκη – τον έλεγαν “αμίλητο” γιατί όποτε τον έπιαναν και τον βασάνιζαν δεν έλεγε ποτέ λέξη -, τον Λεωνίδα τον Κύρκο και άλλους· τους ανακοίνωσα ότι είχα αποφασίσει να σταματήσω την πολιτική δράση διότι, ουσιαστικά, ήμουν μουσικός· ήθελα να συνεχίσω τη μουσική, που την είχα αφήσει, και για μένα δεν υπήρχε άλλη λύση. Δεν ήξερα το είδος της μουσικής που επρόκειτο να κάνω, ήθελα απλώς να ζω με τη μουσική, κάνοντας μουσική, μελετώντας συνεχώς, όχι μόνο ακούγοντας. Το σημαντικό ήταν πως είχα αποφασίσει ότι για να υπάρξω ως άτομο έπρεπε να κάνω μουσική. Αλλιώς δεν θα ήμουν τίποτε. Ήταν ένα πραγματικό πάθος, εσωτερικό, που σιγά σιγά έβγαινε στην επιφάνεια, δεν ήταν κάτι δεδομένο εξαρχής. Οι φίλοι με κατάλαβαν” [10].
Να και μερικά λόγια του Ξενάκη ως προς τα λάθη της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος:
“Το Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ειδοποιηθεί [για τις συμφωνίες μεταξύ Staline και Churchill] και ως εκ τούτου συνέχιζε να ελπίζει σε βοήθεια από τους Ρώσους. Ήταν μια πραγματική προδοσία και μια ολόκληρη γενιά, με τις ελπίδες της για ελευθερία και κοινωνική πρόοδο, καταστράφηκε ολοσχερώς” [11].
“Θα μπορούσαμε, θα έπρεπε να τους είχαμε σπρώξει [τους Βρετανούς] αμέσως στη θάλασσα. Καθόλου, τους καλωσορίσαμε, τους δεχθήκαμε ως Σύμμαχους και μετά, όταν εγκαταστάθηκαν, ζήτησαν την κατάθεση των όπλων. Και εκεί, θα μπορούσαμε ακόμα να τους διώξουμε, γιατί δεν ήταν
πολλοί […] Υπήρχε αναμονή, έλλειψη απόφασης, έλλειψη στρατηγικής […] και τελικά μετά τη θλιβερή ιστορία του Δεκεμβρίου 1944 […] όλο το κίνημα έχασε, στρατιωτικά και πολιτικά” [12].
Στη Γαλλία, ο Ξενάκης ξεκινάει νέα ζωή. Χάρη σε συντρόφους κομμουνιστές, θα βρει αμέσως δουλειά στο ατελιέ του Le Corbusier, όπου θα δουλέψει ως πολιτικός μηχανικός, αναλαμβάνοντας όλο και περισσότερο δημιουργική δουλειά αρχιτέκτονα, στο Μοναστήρι της Tourette (1953-56), όπου πολλές εφευρέσεις είναι δικές του, ή στο Περίπτερο Φίλιπς της Παγκόσμιας έκθεσης των Βρυξελών του 1958 με τις περίφημες επιφάνειες των παραβολοειδών υπερβολών. Παράλληλα μελετάει μουσική μόνος του και με τον Olivier Messiaen. Περνάει πρώτα από μια περίοδο “μπαρτοκική” όπου προσπαθεί να συγχωνεύσει στοιχεία παραδοσιακά (όπως τις τρίφωνες ηπειρώτικες πολυφωνίες) και πρωτοποριακά (όπως τη σειρά Φιμπονάτσι), περίοδο που θα μπορούσαμε επίσης να μιλήσουμε για αισθητική “ρεαλιστικού σοσιαλισμού”. Και ξαφνικά, το 1953-54, πλάθει τις Μεταστάσεις, που θα θεωρήσει ως το πρώτο του μουσικό έργο, όπου εφεύρει τη “μουσική μαζών” η οποία, όπως είδαμε, είναι η αυθόρμητη έκφραση των εμπειριών της Κατοχής και των Δεκεμβριανών, μια έκφραση πολύ πιο ενδιαφέρουσα από οποιαδήποτε έκφραση αισθητικής ρεαλιστικού σοσιαλισμού.
Στη Γαλλία, στη νέα του ζωή, ο Ξενάκης θα πραγματοποιήσει μια εκπληκτική καλλιτεχνική επανάσταση. Θα εισάγει τις μαθηματικές πιθανότητες για να συνθέσει τη μουσική μαζών, θα μεταφέρει στη μουσική κι άλλα επιστημονικά εργαλεία (όπως τη μαθηματική θεωρία παιχνιδιών, τα κυψελοειδή αυτόματα, κτλ.), προχωρώντας προς αυτό που θα ονομάσει “συμμείξεις τέχνης και επιστήμης”. Ταυτόχρονα, θα γίνει πρωτοπόρος στην νέα σύλληψη της μουσικής ως σύνθεσης του ήχου και όχι ως σύνθεση με ήχους (όπως είναι παραδοσιακά η μουσική), θα εισάγει νέες ηχητικές μορφολογίες (όπως τις “δενδρώσεις”), θα επεξεργαστεί την χωροποίηση του ήχου και άλλα πολλά. Θα καινοτομήσει επίσης και στις μουσικές τεχνολογίες όντας ένας από τους πρώτους που θα χρησιμοποιήσουν ηλεκτρονικό υπολογιστή στη μουσική, εφευρώντας τη κοκκοειδή σύνθεση του ήχου, τη στοχαστική σύνθεση του ήχου, το UPIC (όπου σχεδιάζουμε τον ήχο), κτλ. Τέλος θα γίνει και ο γνωστός πολυκλαδικός καλλιτέχνης των πολυτόπων.
Την Ελληνική του ζωή, όμως, δεν θα την ξεχάσει. Όχι μόνο δημοσιεύει τα πρώτα του άρθρα στο περίφημο καλλιτεχνικό περιοδικό της Αριστεράς Επιθεώρηση Τέχνης [13]κι επίσης έχει έντονη αλληλογραφία με πρώην συντρόφους που έχουν μείνει στην Ελλάδα ή έχουν πάει στις Ανατολικές χώρες, αλλά και στην προαναφερθέντα συνέντευξη στο Θούριο, μετά από τη διήγηση της απόφασης του να αφοσιωθεί στη μουσική, προσθέτει:
“Αισθανόμουν βεβαίως ένα είδος χρέους έναντι των συναγωνιστών και των συντρόφων που είχαν σκοτωθεί. Ένα χρέος για τον αγώνα που είχα εγκαταλείψει. Ήθελα να επιστρέψω, πίστευα όμως πως εάν γυρνούσα πίσω θα με απορροφούσαν οι πολιτικοί αγώνες και δεν θα μπορούσα να κάνω μουσική. Έπειτα η Ελλάδα, εκείνα τα χρόνια, ήταν τελείως απομονωμένη· είχε τελειώσει ο πόλεμος και οι καταστροφές ήταν μεγάλες” [14].
Χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του “χρέους” είναι το πρώιμο του έργο Σταμάτης Κατωτάκης, καθιστό, που πρωτοπαίχτηκε σχεδόν 70 χρόνια μετά τη σύνθεσή του, στις 24 Μαΐου 2022, στη βραδιά “Ο Ξενάκης στην Αντίσταση και στα Δεκεμβριανά”, βραδιά που οργανώθηκε στα πλαίσια του διεθνές συμποσίου Xenakis22: Centenary International Symposium [15]. Ο Ξενάκης το έγραψε τον Δεκέμβρη του 1953 και είναι το τελευταίο έργο της μπαρτοκικής περιόδου. Είναι πολύ πιθανόν να το έγραψε ενώ μόλις άρχιζε τους πολύπλοκους υπολογισμούς για το “σειραΐκό” μέρος των Μεταστάσεων. Οι Μεταστάσεις, από τη μια, όπως είδαμε, εκφράζουν βαθύτατα τις εμπειρίες του πολέμου και των Δεκεμβριανών. Απ’την άλλη είναι ένα έργο όπου ο Ξενάκης πλάθει τον ηχητικό κόσμο που θα τον χαρακτηρίσει, έναν κόσμο εντελώς καινούργιο. Για να τολμήσει να πλάσει αυτόν τον κόσμο, χρειάστηκε, κατά κάποιο τρόπο, να λυτρωθεί από το παρελθόν. Όπως μας λέει, το παρελθόν είναι ακόμα παρών εκείνη την εποχή. Ίσως λοιπόν είναι για να εξοφλήσει αυτό το χρέος που συνθέτει το Σταμάτης Κατωτάκης αμέσως πριν βυθιστεί στις Μεταστάσεις.
Στις αρχές του 1960, όπως βλέπουμε και από το φάκελο της αστυνομίας, ο Ξενάκης προσπαθεί να επιστρέψει στην χώρα του, καθώς η κατάσταση αλλάζει και στην Ελλάδα κυριαρχεί πλέον ένα κλίμα φιλελευθεροποίησης. Μαζί με τον πατέρα και φίλους του, ενεργούν με σκοπό την αναίρεση της καταδίκης. Το 1960, ο νεαρός συνθέτης γράφει στον πατέρα του:
“Εκείνο που με πικραίνει είναι που δεν μπορώ να πάω στην Ελλάδα. Έχω συναδέλφους, φίλους που πάνε κάτω. Εγώ όμως ακίνητος στο Παρίσι. Τι έχει γίνει και τι μπορεί να γίνει; Η Βάννα μου έγραφε ότι η περίπτωσή μου έχει ελπίδες προ μηνών να περάσει από συμβούλιο νομοθετικό και να λυθεί. Έκτοτε, δεν έχω νέα. Ο Απόστολος δεν μου έχει ξαναγράψει από μήνες. Γι αυτό ζήτησα σε ένα παλιό φίλο, Ρούσσο Κούνδουρο, να συντονίσει τις σκόρπιες ενέργειες ώστε να κριθεί επί τέλους η υπόθεση. Θα έρθει να σε δει και θα σου δώσει 20 000 fcs [francs] εκ μέρους μου, λίγα μεν αλλά ελπίζω να είναι μια αρχή. Μήπως πρέπει να κάνω καμιά επέμβαση; Να γράψω πουθενά στη δουλειά ή να παρουσιαστώ στο Παρίσι;” [16].
Κατά τη δεκαετία του 1960, οι δεσμοί του Ξενάκη με την Ελλάδα ενισχύονται ακόμη περισσότερο. Η φήμη του εξαπλώνεται στους πολιτιστικούς κύκλους και είναι η εποχή που αναπτύσσεται στην Ελλάδα η σύγχρονη μουσική. Κερδίζει (μαζί με τον Ανέστη Λογοθέτη) το α’ βραβείο σύνθεσης στο διαγωνισμό του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου (το οποίο ονομάζεται και “βραβείο Μάνος Χατζιδάκις”) και, κατά τη διάρκεια της συναυλίας του Δεκεμβρίου 1962, γίνεται η πρεμιέρα των έργων Μόρσιμα-Αμόρσιμα και Αμόρσιμα-Μόρσιμα υπό τη διεύθυνση του Lucas Foss (στη συνέχεια, το δεύτερο έργο θα αποσυρθεί από τον κατάλογο) [17]. Την ίδια εποχή, λαμβάνει παραγγελία να συνθέσει τη μουσική για την θεατρική παράσταση των Ικέτιδων που θα παρουσιαστεί το 1964 στην Επίδαυρο. Ο Yuji Takahashi θα ερμηνεύσει στο πιάνο τα έργα του Έρμα και Εόντα το 1965 στο φεστιβάλ Αθηνών. Επίσης, κάποια άρθρα σε περιοδικά μιλούν γι’αυτόν, όπως για παράδειγμα, το 1965, μια συνέντευξη της Ροζίτας Σώκου, ειδικής απεσταλμένης της εφημερίδας Καθημερινή στο Παρίσι [18], ενώ ο μουσικολόγος Γιάννης Παπαϊωάννου δίνει διαλέξεις για το έργο του. Το 1966 συνέθεσε ίσως τη μουσική για τη θεατρική παράσταση της φίλης του Μαργαρίτας Λυμπεράκη [19]. Είναι η ίδια αυτή χρονιά κατά την οποία φτιάχνει τα σχέδια για το σπίτι του φίλου του François-Bernard Mâche που θα κατασκευαστεί στο νησί της Αμοργού.
Στις αρχές του 1967 του γίνεται πρόταση να γράψει την μουσική της θεατρικής παράστασης ενός Προμηθέα. Τα ντοκουμέντα, που βρέθηκαν πρόσφατα, περιέχουν αλληλογραφία με τον σκηνοθέτη Αλέξη Σολομό, με τον οποίο ο Ξενάκης είχε συνεργαστεί λίγους μήνες νωρίτερα για τη δημιουργία της Ορέστειας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στα ντοκουμέντα υπάρχει επίσης αλληλογραφία με την Άννα Συνοδινού, διευθύντρια του θεάτρου του Λυκαβηττού, που μόλις είχε παραιτηθεί από το Εθνικό θέατρο και με την οποία ο Ξενάκης είχε συνεργαστεί για τις Ικέτιδες. Οι ανταλλαγές είναι θερμές: τον Μάρτιο, η Συνοδινού γράφει πως συγκινήθηκε διαβάζοντας το τηλεγράφημα του Ξενάκη, στο οποίο της ανακοίνωνε ότι αποδεχόταν την παραγγελία και πως ήλπιζε να είναι παρών για το ανέβασμα της παράστασης στους Δελφούς στις 12 Αυγούστου. Η τελευταία επιστολή που βρέθηκε, με ημερομηνία 3 Απριλίου, προέρχεται από τον Αλέξη Σολομό: του στέλνει το κείμενο του Αισχύλου συνοδευόμενο από οδηγίες για τις δέκα σκηνές του έργου, έτσι ώστε ο Ξενάκης να συνθέσει τη μουσική. Όμως, το σχέδιο αυτό διακόπηκε απότομα λόγω του πραξικοπήματος· κι ο Ξενάκης δεν θα μπορέσει να επιστρέψει στην Ελλάδα παρά μόνο μετά την πτώση της δικτατορίας.
Από τη Γαλλία, ο Ξενάκης θα παλέψει ενάντια στη Δικτατορία. Θα τα κάνει καταρχήν εκμεταλλευόμενος τη δημόσιά του αναγνώριση. Η φήμη του κορυφώθηκε στα μέσα του 1960, χάρη στην πρεμιέρατου Τερρετέκτωρ το 1966 στο φεστιβάλ της Ρουαγιάν, έργο το οποίο συνέβαλε στο να του αποδοθεί η εικόνα ενός επαναστάτη: το έργο παίζεται σε ένα χώρο όπου οι 88 μουσικοί της ορχήστρας βρίσκονται διάσπαρτοι ανάμεσα στο κοινό. Ο Ξενάκης συμμετέχει σε πολλές δράσεις εναντίον της Δικτατορίας. Τον Ιανουάριο του 1968, υπογράφει, μαζί με τους Γιώργο Κανδύλη, Νίκο Παπατάκη, Νίκο Σβορώνο και Φωκίωνα Φραντζισκάκη το “L’appel des Grecs de France” (“Το κάλεσμα προς τους Έλληνες της Γαλλίας”), το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα L’Express [20],ζητώντας από τον ντε Γκωλ να αναλάβει δράση ενάντια στους Συνταγματάρχες. Το Φεβρουάριο του 1970, γράφει στον Νικόλαο Ναμπόκοφ (Nicolas Nabokov) – μουσικό που υπηρέτησε ως γενικός γραμματέας του Κογκρέσου για την ελευθερία του πολιτισμού, μια αντικομμουνιστική οργάνωση, την οποία χρηματοδοτούσε η CIA, αλλά που υποστήριζε τη μοντέρνα τέχνη -, τον οποίο γνώριζε ήδη από τη δεκαετία του 1950, με σκοπό την απελευθέρωση έξι κρατουμένων που βρίσκονταν στο στρατόπεδο της Λέρου [21].
Συμμετέχει ή οργανώνει συναυλίες προς όφελος της αντίστασης ενάντια στους Συνταγματάρχες. Το Νοέμβριο του 1971, παίρνει μέρος, μαζί με τον Κώστα Γαβρά και τον Μίκη Θεοδωράκη (προβολή της ταινίας Ζ), σε μια δεκαπενθήμερη εκδήλωση με τίτλο Grèce 1821-1971 (Ελλάδα 1821-1971), που οργανώθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο της Δημοκρατικής ΄Ενωσης του Μασσύ και το Γαλλο-ελληνικό κίνημα για μια ελεύθερη Ελλάδα. Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου στην Αθήνα, τον Νοέμβριο του 1973, η επιτροπή ελληνικού πολιτισμού, κάτω από την αιγίδα του Συνδέσμου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διοργανώνει μια συναυλία με τίτλο Libérons les détenus politiques grecs (Να απελευθερώσουμε τους Έλληνες πολιτικούς κρατουμένους), συναυλία τα κέρδη της οποίας είναι για τους πολιτικούς κρατούμενους και όπου εκτελούνται έργα του Ξενάκη (Έρμα, Ευρυάλη, Ανακτορία και Νόμος Άλφα)από την Marie-Françoise Buquet, το Octuor de Paris και τον Jacques Wiederkehr.
Θα παλέψει ενάντια στη Δικτατορία επίσης με τη μουσική του. Θα συνθέσει τις περίφημες Νύχτες, όπου υπάρχει μια εξαιρετική αφιέρωση, η οποία αφορά εν μέρει τους φυλακισμένους της Χούντας: “Για εσάς, τους σκοτεινούς πολιτικούς κρατούμενους, Narcisso Julian (Ισπανία) από το 1946, Κώστα Φιλίνη (Ελλάδα) από το 1947, Έλλη Ερυθριάδου (Ελλάδα) από το 1950, Joachim Amaro (Πορτογαλία) από το 1952, και για εσάς, τους χιλιάδες ξεχασμένους, που ακόμη και τα ονόματά σας έχουν χαθεί” [22]. Οι Νύχτες είναι έργο του 1967-68 για 12 σόλο φωνές, από τα πιο γνωστά έργα του Ξενάκη και τα πιο εκπληκτικά. Στην πρεμιέρα του, τον Απρίλη του 1968, το κοινό το χειροκρότησε τόσο που το ξαναπαίξαν. Αυτό οφείλεται σίγουρα στο ότι η πρεμιέρα αυτή έγινε ένα μήνα πριν τις εξεγέρσεις του Μάη του 68 και ο κόσμος είδε στις Νύχτες ένα έργο επαναστατικό. Επαναστατικό με μια διπλή έννοια. Καταρχήν μουσικά επαναστατικό: ο ηχητικός κόσμος του έργου αυτού είναι πρωτάκουστος: ακούμε βέβαια τα γνωστά γκλισάντι του Ξενάκη, αλλά και κάτι σα τζιτζίκια, διακροτήματα, αναφωνήματα που ο Ξενάκης μάλλον τα πήρε από την Άπω Ανατολή, σφυρίγματα, ρινικά φωνήματα και άλλα πολλά. Στη πρεμιέρα του, λόγω της αφιέρωσης, το έργο εκλαμβάνεται και ως πολιτικά επαναστατικό. Εκείνη την εποχή, στη Γαλλία, υπήρχε ένα τεράστιο κίνημα αλληλεγγύης προς την Ελλάδα που συνέπιπτε με το κλίμα του Μάη του 68. Κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων του Μάη του 1968, οι φοιτητές γράφουν στους τοίχους του Théâtre du Châtelet, στο κέντρο του Παρισιού: “Ξενάκης, όχι Gounod!”.
Τον Νοέμβρη του 1974, θα πραγματοποιήσει το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα μετά από τα 27 χρόνια εξορίας και θα του ξαναδωθεί η υπηκοότητα. Θα δώσει πολλές ομιλίες όπου, για πρώτη φορά, θα μιλήσει για του αγώνες που χάθηκαν. Το 1977, η χορωδία του Εθνικού θεάτρου θα δώσει την πρεμιέρα του Στην Ελένη, όπου επιχειρεί να αποδώσει αρχαία Ελληνική προφορά. Τον Αύγουστο του 1978 δημιουργείται το τελευταίο του πολύτοπο στις Μυκήνες. Για το Πολύτοπο των Μυκηνών, ο Ξενάκης είχε πολλές ιδέες και δεν πρόλαβε να τις δουλέψει όλες. Έτσι, για τη μουσική έγραψε μόνο ένα μικρό έργο – το ηλεκτρονικό Μυκήνες άλφα, το πρώτο έργο για το συνθεζάιερ του, το UPIC, που μόλις είχε δημιουργήσει – και χρησιμοποίησε άλλα υπάρχοντα μουσικά έργα του. Η παράσταση διαρκούσε περίπου μιάμιση ώρα και είχε, πάνω από την Ακρόπολη, τους λόφους που φωτιζόντουσαν από παιδιά και στρατιώτες με πυρσούς, πρόβατα με καμπάνες και άλλα πολλά, όπως αντιαεροπορικούς προβολείς του στρατού. Πολλές εφημερίδας κριτίκαραν το θέαμα ως κάτι το υπερ-φιλόδοξο.
Είναι μάλιστα η εποχή που ορισμένοι Αριστεροί – οι πιο σταλινικοί του ΚΚΕ όπως και οι πιο φανατικοί μαοϊκοί – θα ασκήσουν μια κριτική στον Ξενάκη, τον “πουλημένο” στη CIA – επειδή χρησιμοποίησε το 1962 τον ηλεκτρονική υπολογιστή της IBM κι επειδή δίδαξε στην Αμερική – και στη δικτατορία του Σάχη – επειδή δέχτηκε παραγγελίες από τη γυναίκα του Σάχη, τότε που προσπαθούσαν να προωθήσουν στο Ιράν τη μοντέρνα τέχνη για να καλύψουν τα εγκλήματα του καθεστώτος. Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως, κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου, οι ΗΠΑ καλλιεργούν μια επιδέξια πολιτισμική πολιτική. Υποστηρίζουν τη μοντέρνα τέχνη – χρηματοδοτώντας την αναδυόμενη σύγχρονη μουσική [23]-, προβάλλοντας έτσι μια βιτρίνα “ελευθερίας” που επικρατεί δήθεν στον καπιταλισμό. Στο άλλο στρατόπεδο, στην Σοβιετική Ένωση και τις σοσιαλιστικές χώρες, επιβλήθηκε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, σύμφωνα με τον οποίο οποιαδήποτε μορφή πρωτοποριακής τέχνης εθεωρείτο παρακμιακή και απαγορευόταν. Έτσι, καλλιτέχνες όπως ο Ξενάκης, που βρέθηκαν την εποχή του ψυχρού πολέμου εγκλωβισμένοι σε αυτό το δίλημμα, ανάμεσα στον πολιτικό προοδευτισμό και στον καλλιτεχνικό προοδευτισμό, δεν μπορούν παρά να αποδεχτούν την αντίφαση. Η μοναδική, ίσως, ισορροπία που μπορεί κανείς να βρει σε τέτοιες περιστάσεις, είναι η ηθική ακεραιότητα. Εάν ο Ξενάκης συνεργάζεται με ανθρώπους όπως ο Νικόλας Ναμπόκοφ, το κάνει χωρίς πολιτική εμπλοκή. Κι έτσι, όσον αφορά τον Ιράν, μας λέει: όταν “δόθηκε στη Περσέπολη [… το 1968] το έργο μου Νύχτες, που είχε γίνει γνωστό απ’το πρόγραμμα ότι είναι αφιερωμένο στους πολιτικούς καταδίκους όλου του κόσμου […] μου ζητήθηκαν εξηγήσεις και είπα τότε δημόσια, μπροστά στη βασίλισσα, για ποιο λόγο είχα αφιερώσει το έργο στους πολιτικούς καταδίκους. Κι’ αυτό, νομίζω ήταν πιο σημαντικό από το να είχα αρνηθεί να δώσω το έργο μου στο Φεστιβάλ της Περσέπολης” [24].
Στα τέλη του 1970, μια ευκαιρία χάθηκε. Όπως στην Ισπανία μετά τον Φράνκο, όπως στη Χιλή μετά το Πινοσέτ, η Μεταπολίτευση στην Ελλάδα θα οικοδομηθεί πάνω στο γεγονός ότι όλα τα αδικήματα που υπέστησαν οι Αριστεροί στον Εμφυλίου και στη Δικτατορία του 1967 δεν θα επανορθωθούν. Έτσι κι ο Ξενάκης δεν βιώθηκε στη Μεταπολίτευση σαν ο μελλοντικός καλλιτέχνης που τραυματίστηκε βαριά κι αναγκάστηκε να φύγει κρυφά για τη Γαλλία ενώ το καθεστώς τον καταδίκαζε και του αφαιρούσε την υπηκοότητα, αδικήματα για τα οποία το Ελληνικό κράτος οφείλει επανόρθωση, όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για την ίδια την ιστορία της Ελλάδας. Τον θαύμασαν μάλλον απλά σαν έναν “Έλληνα του εξωτερικού που διαπρέπει”. Μα ο Ξενάκης, σαν Έλληνας του εξωτερικού που διαπρέπει, είχε τότε φτιάξει νέα ζωή, έχει αναγνώριση, δεν έχει ανάγκη ούτε τη Νέα Δημοκρατία [25], ούτε και τη Μελίνα Μερκούρη – η οποία μάλιστα δε θα δεχτεί το σχέδιό του για ένα “Πολύτοπο των Αθηνών” το 1985, όπου η Αθήνα είχε γίνει πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Έτσι λοιπόν, τα δυο άλλα και μοναδικά έργα, για τα οποία θα έχει ελληνική παραγγελία ο Ξενάκης – Serment-Orkos (1981, Ωδείο Ηρώδου του Αττικού), και Η θεά Αθηνά (1992, Μέγαρο μουσικής) – χάνονται μέσα στη παγκόσμια εξορία του. Ο ίδιος μας έλεγε: “πρέπει να είσαι διαρκώς μετανάστης” [26].
[1] Βλ. το πρόσφατο αφιέρωμα της Λυρικής σκηνής όπως και τη συναυλία του Μεγάρου με τις Percussions de Strasbourg για τα 100 του χρόνια.
[2] Βλ. συνέντευξη στην εκπομπή “Μονόγραμμα” της ΕΡΤ, 1983.
[3] Ιάννης Ξενάκης στο Μπάλιντ Άντρας Βάργκα, Συνομιλίες με τον Ιάννη Ξενάκη, μετάφραση Αλέκα Συμεωνίδου, Αθήνα, Ποταμός, 2004, σελ. 27. Σημείωση: η μετάφραση αποδίδει το “nationalist mouvement” (βλ. Bálint A.Varga, ConversationswithIannisXenakis, London, Faber and Faber, 1996, σελ. 16) με “εθνικό κίνημα”, ενώ φυσικά πρόκειται για «”θνικιστικό”.
[4] Ιάννης Ξενάκης, “Αυτοβιογραφικό”, στο Ιάννης Ξενάκης, Κείμενα περί μουσικής και αρχιτεκτονικής, κριτική έκδοση Μάκης Σολωμός, μετάφραση Τίνα Πλυτά, Αθήνα, Ψυχογιός.
[5] Εφημερίδα των Συντακτών, Κυριακή 15 Μαΐου 2022, επιμέλεια Γιώργος Πετρόπουλος, Νίκος Χατζηδημητράκος, Νικός Ζηργάνος, Κώστας Μανιμανάκης, Ελένη Κατσιγιάννη.
[6] Ιάννης Ξενάκης στο Henri Louis de la Grange, “Entretiens avec Xenakis”, ανέκδοτο, 1972. H.L. de la Grange, 1972 : 44
[7] Ιάννης Ξενάκης στο Βάργκα, οπ. παρ., σελ. 72.
[8] Ιάννης Ξενάκης στο Henri Louis de la Grange, οπ. παρ., σελ. 47 και 51.
[9] Στο ίδιο, σελ. 51.
[10] Ιάννης Ξενάκης. “Αυτοβιογραφικό”, οπ. παρ., σελ. 29-30.
[11] Ιάννης Ξενάκης στο Enzo Restagno, “Un’autobiografia dell’autore raccontata da Enzo Restagno”, στο Enzo Restagno (επιμέλεια), Xenakis, Torino, EDT/Musica, 1988, σελ. 9-10.
[12] Ιάννης Ξενάκης στο Henri Louis de la Grange, οπ. παρ.. σελ. 46.
[13] Βλ. Ιάννης Ξενάκης, “Οι σημερινές τάσεις της Γαλλικής μουσικής», Επιθεώρηση Τέχνης τεύχος 6, 1955, σελ. 466-470 και Ιάννης Ξενάκης, «Προβλήματα Ελληνικής μουσικής σύνθεσης”, Επιθεώρηση Τέχνης τεύχος 9, 1955, σελ. 11-14.
[14] Ιάννης Ξενάκης. “Αυτοβιογραφικό”, οπ. παρ., σελ. σελ. 29-30
[15] https://xenakis2022.uoa.gr/#
[16] Επιστολή του Ξενάκη προς τον πατέρα του, 30 Αυγούστου του 1960, αρχεία Ξενάκης. Υπάρχει, επίσης, ένα γράμμα από τον πατέρα του, με ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου του 1961, όπου γίνεται αναφορά στις δικές του δράσεις, ενώ ταυτόχρονα εκφράζεται η ελπίδα για αναίρεση της καταδίκης.
[17] Ο διαγωνισμός οργανώθηκε από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, ωστόσο ήταν ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις ο οποίος χρηματοδότησε το βραβείο. Σε ό,τι αφορά το διαγωνισμό, βλ. την αναλυτική έρευνα της Κατερίνας Τσιούκρα, Ο μουσικός διαγωνισμός 1962 του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου – Βραβεία Μάνου Χατζιδάκη, Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Ιόνειο πανεπιστήμιο, 2018.
[18] Ροζίτα Σώκου, “Ο Ξενάκης και η μουσική του”, Καθημερινή, 20 Ιουνίου 1965. Κριτικός του κινηματογράφου και του θεάτρου, η Ροζίτα Σώκου φαίνεται πως είχε γνωρίσει τον Ξενάκη κατά τη διάρκεια του πολέμου (στη συνέντευξη διευκρινίζει πως έχει να τον δει 18 χρόνια). Στα αρχεία Ξενάκη βρίσκουμε κάποια γράμματα που του έστελνε στην δεκαετία του 1960.
[19] Φάκελος που βρέθηκε πρόσφατα από την Mâkhi Xenakis, μέσα στον οποίο βρίσκουμε μία επιστολή του Απριλίου 1966, με αποστολέα τον Σωκράτη Καραντινό, καλλιτεχνικό διευθυντή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
[20] “L’appel des Grecs de France”, εφημ. L’Express, 8-14 Ιανουαρίου 1968, σελ. 19. Συνοδεύεται από μια φωτογραφία στην οποία εμφανίζεται μόνο ο Ξενάκης.
[21] Η επιστολή βρίσκεται στα “Nabokov Papers – Harry Ransom Humanities Research Center – The University of Texas at Austin”. Ο Ξενάκης γράφει στα γαλλικά: “Ορίστε, αγαπητέ Νικόλαε, κάποια από τα ονόματα των ανθρώπων που υπήρξαν θύματα των συγκρούσεων ανάμεσα στους κόσμους. Πέρασαν μερικές φορές δεκάδες χρόνια στις φυλακές ή στα στρατόπεδα, εξιλαστήρια θύματα μόνιμων, συνήθως, καταστολών από μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων, ήδη από το 1936! […] Χώρες όπως η Ολλανδία, ήταν έτοιμες να φιλοξενήσουν κομμουνιστές ή μη κομμουνιστές. Αλλά η φωνήτης Ολλανδίας δεν έχει μεγάλη ισχύ. Το γνωρίζω, και το γνωρίζουμε όλοι μας, ότι οι ΗΠΑ μπορούν να καταφέρουν αυτό που δεν πέτυχε η Ολλανδία”. Στην επιστολή, αναφέρονται στη συνέχεια στα Αγγλικά τα ονόματα έξι φυλακισμένων που βρίσκονταν στο στρατόπεδο του νησιού της Λέρου, τονίζοντας το γεγονός ότι “All of them are graduate from the National Polytechnic School of Athens as engineers”.
[22] Nuits, παρτιτούρα, εκδόσεις Salabert.
[23] Βλ. για παράδειγμα Amy C. Beal, NewMusic, NewAllies. American Experimental Music in West Germany From the Zero Hour to Reunification, Berkeley: University of California Press, 2006.
[24] Ιάννης Ξενάκης στο Γιώργος Πηλίχιος, “Η γλαυξ της Αθηνάς πέταξε από την Ελλάδα”, Τα Νέα, 3 Μαρτίου 1973. Υπάρχει βιντεοσκοπημένη (βλ. αρχεία INA) η ομιλία αυτή του Ξενάκη στη Περσέπολη, τον βλέπουμε μάλιστα συγκινημένο, ίσως και φοβισμένο – δεν είναι σίγουρος ότι θα τον αφήσουν να φύγει!
[25] Είναι απαράδεχτο το γεγονός ότι ακόμα σήμερα τονίζουν ότι είναι ο Καραμανλής που επέστρεψε την Ελληνική υπηκοότητα στον Ξενάκη, Οποιοσδήποτε Έλληνας πολιτικός θα είχε βρεθεί στην εξουσία μετά τον Ιούλη του 1974 θα το είχε κάνει! Πρέπει εδώ να αναφέρουμε την ειρωνική επιστολή που στέλνει ο Ξενάκης στον Καραμανλή την επομένη της πτώσης της δικτατορίας, στις 25 Ιουλίου του 1974, για να του ζητήσει να δράσει ώστε να μπορέσει να επιστρέψει στην Ελλάδα: “Κύριε πρωθυπουργέ, επιτρέψτε μου πρώτα να σας συγχαρώ που κληθήκατε να ξεντροπιάσετε την Ελλάδα. Έχετε την ευχή όλων μας. Η σωτηρία αυτής της χώρας είναι δεμένη φυσικά με την αποκατάσταση των συνταγματικών ελευθεριών την οποία αρχίσατε να πραγματοποιείτε βαθμιαία. Εξόριστος πολιτικός τώρα και 27 χρόνια, νομίζω πως πάντα τίμησα με τη τέχνη και τη ζωή μου την Ελλάδα εκείνη που εγώ τουλάχιστον οραματίζομαι. Σας παρακαλώ λοιπόν, κύριε πρωθυπουργέ, σεις που δοκιμάσατε επτάχρονη εξορία, να κάνετε ότι χρειαστεί για να επιστρέψω ελεύθερα να αγκαλιάσω την πατέρα μου που είναι πάνω από 90 ετών και να ξαναπατήσω τα ελληνικά χώματα. Ελπίζω να το κάνετε. Είναι στο χέρι σας”. (Αρχεία Ξενάκη)
[26] Ιάννης Ξενάκης στο François Delalande, “Il faut être constamment un immigré”. Entretiens avec Xenakis, Paris, Buchet-Chastel/INA-GRM, 1997.
Ο Μάκης Σολωμός είναι Καθηγητής μουσικολογίας στο πανεπιστήμιο Paris 8 κι έχει δημοσιεύσει πολλές μελέτες για τη σύγχρονη μουσική δημιουργία. Με τον Ξενάκη ασχολείται συστηματικά εδώ και δεκαετίες, εξερευνώντας τις πολλαπλές πτυχές της μουσικής του, από τα πρώιμα έργα του ως το Ο-Μέγα (το τελευταίο του έργο), από τη τεχνική τους δομή ως τη σχέση τους με το περιβάλλον. Στα Ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του Ιάννης Ξενάκης, το σύμπαν ενός ιδιότυπου δημιουργού, από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια κι έχει εκδόσει κείμενα του Ξενάκη (Κείμενα περί μουσικής και αρχιτεκτονικής, μετάφραση Τίνα Πλυτά, Αθήνα, Ψυχογιός).
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ