Συμβουλευτικό σώμα
Νίκος Θεοχαράκης
Η οπτική του Νίκου για τον μετακαπιταλισμό – συνεισφορά στο mέta:
Είναι ο μετακαπιταλισμός μια χρήσιμη αναλυτικά έννοια; Πιθανόν. Δεν υπάρχει ημερομηνία στο πιστοποιητικό γέννησης του καπιταλισμού, ούτε και θα υπάρξει στη ληξιαρχική πράξη του θανάτου του. Ωστόσο, πριν από 17 δεκαετίες, οι νεαροί Μαρξ και Ένγκελς σε ένα περιγραφικό, αναλυτικό, επαναστατικό και προφητικό μανιφέστο είχαν περιγράψει τη δημιουργική και καταστροφική συνάμα φύση του καπιταλισμού. Σήμερα, βέβαια, ζούμε σε έναν άλλο κόσμο, όπου μας οδήγησαν οι κινητήριες δυνάμεις του συστήματος αυτού: οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και οικολογικές.
Η παγκοσμιοποίηση, φυσική και εικονική, είναι σήμερα πολύ πιο περίπλοκη και έντονη από ποτέ. Ο βαθμός της έντασης και της εξάπλωσής της έχει αλλάξει ποιοτικά το τοπίο του οικονομικού ανταγωνισμού και διευκολύνει τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και την πραγματική υπαγωγή της εργασίας σε αυτό. Η αυξημένη κινητικότητα του κεφαλαίου και η μετανάστευσή του σε χαμηλόμισθες οικονομίες χωρίς εργασιακά δικαιώματα, άσκησε πίεση στους μισθούς και τα δικαιώματα των εργαζομένων στις βιομηχανικές οικονομίες της Δύσης. Αύξησε την επισφάλεια της απασχόλησης για μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και έριξε στη φτώχεια μεγάλες μάζες εργαζομένων. Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης – που λειτουργούσε αντισταθμιστικά στα σχέδια του κεφαλαίου – και η ήττα της Αριστεράς σε παγκόσμιο επίπεδο, επέτρεψε στο κεφάλαιο – διεθνές και εγχώριο – να επιβάλει τους όρους του στην εργασία παίρνοντας πίσω τα κέρδη της εργατικής τάξης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η τεχνολογία του «ο νικητής τα παίρνει όλα», η ενισχυμένη δυνατότητα επιτήρησης και ελέγχου, η κατασκευή της συναίνεσης και η χειραγώγηση της ενημέρωσης και της κοινής γνώμης, οδήγησαν σε μια κοινωνία αυξημένης ανισότητας πλούτου, εισοδήματος, πρόσβασης στην εκπαίδευση και την υγεία και τις συνθήκες διαβίωσης. Οι αλλαγές στην οικονομία οδήγησαν σε αλλαγές στο πολιτικό επίπεδο.
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές απαιτούν ολοένα και πιο αυταρχικές λύσεις, και η δυσαρέσκεια του λαού δεν αξιοποιείται από την Αριστερά, αλλά από ξενοφοβικούς, εθνικιστικούς πολιτικούς που προσφέρουν εύκολες λύσεις και που κατηγορούν τους μετανάστες για την κατάσταση της χώρας τους. Στις Βρυξέλλες, μια σπατάλη γραφειοκρατία που δεν λογοδοτεί σε κανέναν χρησιμοποιεί μια αναξιόπιστη οικονομική θεωρία με επιλεκτικό τρόπο, για να δημιουργήσει ένα οικονομικό σύμπαν υποτιθέμενης ελεύθερης αγοράς, και επομένως «βέλτιστων» ρυθμίσεων. Στην πραγματικότητα, έχει επιβληθεί ένα τεχνητό καθεστώς που μιμείται τον ρόλο της αγοράς ενώ εξυπηρετεί τους σκοπούς της γραφειοκρατίας και του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Το καθεστώς αυτό επιβάλλει τη λιτότητα στους λαούς της ΕΕ χρησιμοποιώντας την αποπληρωμή ενός χρέους που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αποπληρωθεί, ως ένα από τα κύρια μέσα επιβολής της λιτότητας. Και όλα αυτά στο όνομα μια ψευδεπίγραφης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης της ΕΕ, συνδυασμένης με τα προτάγματα ενός ηθικολογικού Καλβινισμού.
Δεν υπάρχουν προφανείς ή εύκολες διέξοδοι από αυτήν τη δυστοπία. Η πανδημία απλά επιδείνωσε την κατάσταση και φανέρωσε τα όρια και τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής τάξης και των μολυσματικών της μεταλλάξεων. Δεν υπάρχει ασημένια σφαίρα για να σκοτώσει το ζόμπι. Χρειάζεται αγώνας σε όλα τα μέτωπα που πρέπει να διεξαχθεί από τα κάτω.
Ως εκπαιδευτικός, επιτρέψτε μου ανοίξω μια χαραμάδα φωτός σε μια πιθανή ουτοπία ή τουλάχιστον σε μια πτυχή της. «Για έναν κόσμο στον οποίο ο καθένας μπορεί να είναι λόγιος», μια φράση που πρότεινε ένας στενός φίλος και σύντροφος. Όπως είναι σήμερα, η εκπαίδευση, ιδίως η τριτοβάθμια εκπαίδευση, γίνεται όλο και πιο απρόσιτη στους πολλούς και η ίδια η εκπαιδευτική διαδικασία ακολουθεί ένα «επιχειρηματικό μοντέλο» που ακολουθεί τις πρακτικές των χρονομετρών και συμβούλων διοίκησης στην παραγωγική διαδικασία. Πρόκειται για πρακτικές τυποποιημένες που στερούνται κριτικής σκέψης. Φανταστείτε αντί για μια εκπαίδευση προσανατολισμένη στην αγορά που διοικείται από γραφειοκράτες, μια εκπαίδευση δωρεάν για όλους σε οποιοδήποτε επίπεδο. Οι υποτροφίες θα ήταν άφθονες για όσους δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά ακόμη και την «δωρεάν» εκπαίδευση. Η διδασκαλία θα γινόταν με σκοπό την προώθηση της κριτικής σκέψης, και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων θα ήταν απαλλαγμένη από ανόητες και παραμορφωτικές μετρήσεις που προδίδουν την τεϊλοριστική τους προέλευση και την πρόθεση χειραγώγησης του πανεπιστημιακού προλεταριάτου. Η έρευνα που πραγματοποιείται σε κρατικά χρηματοδοτούμενα ιδρύματα θα πρέπει να δημοσιεύεται σε περιοδικά και βιβλία ανοιχτής πρόσβασης. Η κοινωνία θα είχε αλλάξει τους νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας και θα επέτρεπε σε οποιονδήποτε με πρόσβαση στο Διαδίκτυο να έχει πρόσβαση στους καρπούς της ανθρώπινης ιδιοφυΐας. Τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα θα αφιέρωναν περισσότερο χρόνο για να επιτρέψουν τη διάδοση της έρευνας και των ιδεών τους στο ευρύ κοινό με ένα μοντέλο ανοιχτής πρόσβασης που θα καθιστούσε πράγματι δυνατό σε όλους να είναι πνευματικοί άνθρωποι, λόγιοι και επιστήμονες, ακόμη και χωρίς επίσημη σύνδεση με τον εκπαιδευτικό κόσμο. Θα είχαμε τότε μια κοινωνία πιο ανοιχτή, πιο δημοκρατική, πιο κριτική, πιο ενημερωμένη, πιο συλλογική, μια κοινωνία διαλόγου και τελικά μια κοινωνία πιο παραγωγική, αλλά μιας παραγωγής προσανατολισμένης στις ανάγκες των πολλών.
Ο καθηγητής Νίκος Θεοχαράκης διδάσκει οικονομική θεωρία και ιστορία της οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε οικονομικά στο ΕΚΠΑ και στο Κολέγιο Churchill του Πανεπιστημίου του Cambridge, από όπου αποφοίτησε το 1979 και από το οποίο αργότερα έλαβε το διδακτορικό του στα οικονομικά. Έχει συγγράψει το Σύγχρονη Πολιτική Οικονομία: Κατανοώντας τον κόσμο μετά το 2008 μαζί με τον Γιάνη Βαρουφάκη και τον Γιόζεφ Χαλεβί. Τον Μάρτιο του 2015 διορίστηκε Γενικός Γραμματέας Οικονομικής Πολιτικής και επικεφαλής των τεχνικών διαπραγματεύσεων του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών με το Eurogroup.